Εκ των τριών υποψήφιων πρωθυπουργών, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος αρνήθηκε να αναλάβει, επικαλούμενος το αμεταβίβαστο της πλειοψηφίας. Και τούτο διότι θα ήτο υποχρεωμένος να προχωρήσει σε νέες εκλογές, πράγμα το οποίο ήταν ανέφικτο για την περίοδο εκείνη. Εκτός, όμως, από αυτή τη δικαιολογία, από τα απομνημονεύματά του προκύπτουν και τα εξής στοιχεία. Σε επιστολή του προς τον αδελφό του Αναστάσιο, μετέπειτα βουλευτή Αχαΐας, αναφέρει τα εξής: «Σου ομολογώ ότι ουδέποτε θα εδεχόμουν να διοικήσω ως ετερόφωτος». Εδώ φαίνεται ότι παρασκηνιακά θα διοικούσε ο Ελ. Βενιζέλος, και σε άλλο σημείο της επιστολής του γράφει: «Δεν θα εδεχόμουν αρχηγίαν ην δεν θα μου έδιδε ο λαός εμπιστευόμενος κατ’ ευθείαν εις εμέ».
Για άλλους λόγους αποκλειόταν και ο Γ. Ρούσσος. Συγκεκριμένα, ο Γ. Ρούσσος ήταν εκτεθειμένος διότι είχε δημόσια ταχθεί υπέρ της εκπτώσεως της δυναστείας. Οπότε εάν εσχημάτιζε κυβέρνηση θα έπρεπε να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Πέραν τούτων, τη γραμμή αυτή δεν την ενέκρινε ο Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος θα κατηύθυνε οπωσδήποτε το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Μετά τον αποκλεισμό του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου και του Γεωργίου Ρούσσου, η μόνη λύση ήταν ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος εδέχθη και εσχημάτισε κυβέρνηση. Στην κυβέρνηση αυτή μετείχαν όλοι οι υπουργοί της προηγούμενης κυβέρνησης, εκτός του Μιχαλακόπουλου, του Ρούσσου και του Βαλαλά.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο Ελ. Βενιζέλος συμπαθούσε περισσότερο τον Γ. Καφαντάρη και ικανοποιήθηκε με την έμμεση υποχώρηση των δύο άλλων εκλεκτών του συνεργατών. Ετσι, η κυβέρνηση ορκίσθηκε την 6η Φεβρουαρίου 1924 με την ακόλουθη σύνθεση: Γ. Καφαντάρης πρωθυπουργός και προσωρινώς υπουργός Εξωτερικών, Θ. Σοφούλης υπουργός Εσωτερικών, Εμ. Τσουδερός υπουργός Οικονομικών, Κ. Σπυρίδης υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινώς Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαίδευσης, Α. Μυλωνάς υπουργός Γεωργίας και προσωρινώς Δικαιοσύνης, Απ. Δοξιάδης υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, Κ. Γόντικας υπουργός Στρατιωτικών, Ι. Κανναβός υπουργός Ναυτικών και προσωρινώς Συγκοινωνίας.
Μετά την ορκωμοσία της η νέα κυβέρνηση του Γ. Καφαντάρη ενεφανίσθη εις την Εθνοσυνέλευση για την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων. Ο νέος πρωθυπουργός στις προγραμματικές του δηλώσεις ήταν ολιγόλογος και εδήλωσε ότι θα ακολουθήσει την πορεία της προηγούμενης κυβέρνησης. Το μόνο νέο στοιχείο της νέας κυβέρνησης του Γ. Καφαντάρη ήταν η κατάθεση σχεδίου ψηφίσματος περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος διά την έκπτωση της δυναστείας και διά τη μορφή του νέου πολιτεύματος. Το δημοψήφισμα θα διενεργείτο διά ψηφοδελτίων «εις χρόνον καθορισμένον διά βασιλικού διατάγματος». Τον πρωθυπουργό διεδέχθη στο βήμα ο Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος επεσήμανε ότι η νέα κυβέρνηση ήταν συνέχεια της προηγουμένης, με εξασθενημένη τη σύνθεση λόγω απουσίας του Ελ. Βενιζέλου. Διά τον λόγον αυτόν, τόνισε ο Αλ. Παπαναστασίου, η κυβέρνηση αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Η συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων συνεχίσθηκε επί δύο εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων έλαβαν μέρος σχεδόν όλοι οι βουλευτές. Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο οποίος δικαιολόγησε την ψήφο του προς τη νέα κυβέρνηση και μεταξύ άλλων είπε και τα εξής: «Είναι αδύνατον ο μοναρχισμός να ογκωθή και να βλαστήση εάν δεν θελήσωμεν να τον βαστάσωμεν οι πολιτικοί άνδρες διά μέσων τα οποία δεν είναι επιτετραμμένα από το καθεστώς το κοινοβουλευτικόν». Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε ολισθήματα του παρελθόντος και θέλοντας να εξηγήσει την ψήφο του ανέπτυξε πώς πολλές φορές παρεξηγήθηκε και τούτο διότι ποτέ δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από αισθήματα εις την πολιτική. «Ούτε αισθήματα συμπάθειας…», είπε, «…ούτε αισθήματα μίσους ή αντιπάθειας επηρέασαν εις την ψυχήν μου».
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος υπεστήριζε ότι όλοι ομόφωνα στη Βουλή πρέπει να αγωνισθούμε για τη Δημοκρατία. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Γ. Παπανδρέου τόνισε ότι για να έχει επιτυχία ο αγώνας μας πρέπει όλοι να «αγωνισθούμε διά τη διατήρηση ακέραιου του κύρους του αρχηγού των Φιλελευθέρων». Στο σημείο αυτό τον διέκοψε ο Θ. Πάγκαλος και του υπενθύμισε όσα υπεστήριζε ο Γ. Παπανδρέου στο παρελθόν και αποκαλούσε «αντιδημοκρατικό» τον Ελ. Βενιζέλο. Βέβαια, πολλά σημεία της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου αντέκρουσε ο Γ. Μπακόπουλος, μετέπειτα στενός συνεργάτης του Γεωργίου Παπανδρέου.
Εντυπωσιακή, όμως, ήταν και η ομιλία του πρωθυπουργού της Επανάστασης Στ. Γονατά, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της αντεπανάστασης, πρότεινε να αποφασίσει η Συνέλευση για την κατάργηση της βασιλείας και την ανακήρυξη της Ελλάδος σε Δημοκρατία κοινοβουλευτικής μορφής. Βέβαια, εκ του σημείου αυτού της ομιλίας του Στ. Γονατά συνάγεται ότι η Επανάσταση του 1922 δεν ήταν ευθυγραμμισμένη με την πολιτική του Ελ. Βενιζέλου, αλλά με την πολιτική των αδιαλλάκτων. Πέραν όμως από τους ομιλητές που μίλησαν για κατάλυση της βασιλείας και ανακήρυξη της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, υπήρξαν και ορισμένοι ομιλητές που ετάχθησαν υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον είχε η ομιλία του Γ. Σεχιώτη, ο οποίος έκανε πολλές ιστορικές αναδρομές και υπεστήριζε ότι αντί δημοψηφίσματος θα ήταν προτιμότερο να διεξαχθούν εκλογές. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Γ. Σεχιώτης υπεστήριζε τα εξής: «Δεν είναι δυνατόν επ’ άπειρον να συντηρηθή η Δημοκρατία διά της βίας. Η βία θα την φθείρη. Πολίτευμα συντηρούμενον διά της βίας θα επαναφέρη τον εμφύλιον σπαραγμόν, την κρατικήν αποσύνθεσιν και ανυπολογίστους εθνικάς συμφοράς».
Μετά το πέρας του καταλόγου όλων των ομιλητών, το λόγο έλαβε ο πρωθυπουργός Γ. Καφαντάρης. Στην αρχή της ομιλίας ακολούθησε μετριοπαθές ύφος και τόνισε τα εξής: «Η Επανάστασις, είτε διότι δεν ηδυνήθη είτε διότι δεν ηθέλησε, δεν προσέλαβε χαρακτήρα γενικόν και δεν επεχείρησε ριζικήν εκκαθάρισιν της καταστάσεως. Κατόπιν αυτού μία υπήρξε η σκέψις μου: πώς να εξέλθωμεν ταχύτεραν από την επαναστατικήν ανωμαλίαν, διά της διενέργειας εκλογών». Ηθελε, δε, τις εκλογές διότι καταλάβαινε ότι η φθορά θα έπεφτε μοιραία εις βάρος των Φιλελευθέρων και διότι εφοβείτο εσωτερικές αποσυνθετικές τάσεις στο χώρο της Επανάστασης. Βέβαια, ο Γ. Καφαντάρης ανήκε σε εκείνους που πίστευαν σε εκλογική νίκη, εάν βέβαια οι εκλογές διενεργούντο έγκαιρα με μόνον σύνθημα την απόδοση ευθυνών διά την επελθούσα μεταβολή. Μετά τις εκλογές οπωσδήποτε θα προέκυπτε και θέμα δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός εξήγησε στην Εθνοσυνέλευση γιατί απέκρουε οποιαδήποτε πολιτειακή λύση διά της δυνάμεως της Επανάστασης.
Στη συνέχεια επακολούθησε διαλογική συζήτηση, στην οποία έλαβαν μέρος ο Στ. Γονατάς, ο Χατζηκυριάκος κ.ά. Τέλος, το λόγο έλαβε ο Αλ. Παπαναστασίου, ο οποίος ομίλησε διά μακρών. Αρχικά απευθύνθηκε προς τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο και επικαλέσθηκε το δικό του επιχείρημα, ότι η δυναστεία βρήκε πάντοτε συνεργούς πολιτικούς διά να αποδείξει ότι ο βασιλικός θεσμός είναι επικίνδυνος για την Ελλάδα. Κατόπιν αναφέρθηκε σε επιχειρήματα άλλων, ότι εάν είχε φταίξει ο Κωνσταντίνος, δεν έφταιξαν οι άλλοι βασιλείς και προπαντός δεν έφταιγε ο θεσμός. Τέλος, αποβλέποντας να δικαιολογήσει την πολιτική του, ο Αλ. Παπαναστασίου υπεστήριζε στην ομιλία του ότι ριζική πολιτειακή μεταβολή είναι αδύνατος χωρίς την άσκηση βίας. Στη συνέχεια τόνισε τα εξής: «Ο βασιλεύς κατ’ ουσίαν κατελύθη από της στιγμής κατά την οποίαν εγκατεστάθη η Επανάστασις εις τας Αθήνας. Εκτοτε παρέμεινε εν είδωλον βασιλέως, αλλά και τούτο σήμερον έχει απομακρυνθή». Και συμπλήρωσε ότι «σήμερον δεν υπάρχει βασιλεύς και ο όρκος ο διδόμενος εις τον βασιλέα είναι ψεύδος».
Βέβαια, τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων έκλεισε ο πρωθυπουργός συνοψίζοντας επιγραμματικά τα εξής: «Η πολιτική ημών είναι πολιτική ανησυχίας ενός μηνός, ίνα αγάγη τη χώραν εις την διαρκεί γαλήνην. Η πολιτική των άλλων είναι ησυχία ενός μηνός, ίνα αγάγη τη χώραν εις τον αέναον σάλον». Μετά το πέρας των ομιλητών πραγματοποιήθηκε την 26η Φεβρουαρίου 1924 η ψηφοφορία. Στην ψηφοφορία ψήφισαν 340 βουλευτές, εκτός βέβαια των υπουργών. Εξ αυτών 233 ψήφισαν υπέρ της κυβερνήσεως Καφαντάρη, 106 εναντίον και ένας αρνήθηκε ψήφο. Στην ψηφοφορία προσήλθε και εψήφισε και ο Ελ. Βενιζέλος. Μετά την ψηφοφορία διεφαίνετο ότι η θύελλα των περιπετειών για τη χώρα είχε περάσει και ο τόπος είχε εισέλθει σε μία νέα κοινοβουλευτική περίοδο.
Ομως, αντί ηρεμίας, άρχισαν από την επομένη να διαφαίνονται στον ορίζοντα νέες καταιγίδες. Την ημέρα εκείνη, 27 Φεβρουαρίου 1924, ο Αλ. Παπανασταασίου ανέγνωσε στην Εθνοσυνέλευση ότι η Δημοκρατική Ενωση δεν θα ελάμβανε μέρος στις συνεδριάσεις της Εθνοσυνέλευσης, διότι εθεωρούσε την ακολουθούμενη πολιτική επιζήμια για τον τόπον. Συγχρόνως διετυπώθη η απειλή περί ομαδικής παραιτήσεως των Δημοκρατικών πληρεξουσίων, με πρώτους τον Γ. Κονδύλη και τον Αλ. Χατζηκυριάκο. Μετά τη δήλωση αυτή άρχισαν διάφορες κινήσεις για ανώμαλες λύσεις. Βέβαια, ο πρωθυπουργός, Γ. Καφαντάρης, δεν εκλονίσθη από την αποχώρηση της Δημοκρατικής Ενωσης. Απέδωσε, δε, την αποχώρηση σε στιγμιαία απογοήτευση της Δημοκρατικής Ενωσης εκ του αποτελέσματος της ψηφοφορίας. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση θα προχωρήσει και δεν έχει κατά νου να παρεκκλίνει «ουδ’ επ’ ελάχιστον» από την πολιτική της.
Από την έντυπη έκδοση