Το πολιτικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών αρχίζει μετά το επιτυχημένο πραξικόπημα Πλαστήρα-Γονατά στις 13 Σεπτεμβρίου, όταν ξεκινά ένα πρωτόγνωρο πογκρόμ, όπου δυνάμεις επαναστατών με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο συλλαμβάνουν πάνω από 300 πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπάλους τους.
Πλήθος στο Σύνταγμα
Το κλίμα που δημιουργείται από τις φιλοβενιζελικές εφημερίδες με καθημερινά δημοσιεύματα με δεκάδες φορείς και συλλόγους να ζητούν θάνατο και κρεμάλα των ενόχων φέρνει αποτέλεσμα. Την Κυριακή 9 Οκτωβρίου ένα οργισμένο πλήθος 100.000 ατόμων κατακλύζει το Σύνταγμα φωνάζοντας συνθήματα όπως: «Αν δεν χυθεί αίμα, δεν γεφυρώνεται το χάσμα», «Κόψιμο στα κεφάλια των προδοτών» και «Θάνατος». Η ανακριτική επιτροπή που δημιουργείται με πρόεδρο τον «σκληρό» Θεόδωρο Πάγκαλο, ολοκληρώνει σε μόλις δέκα μέρες το έργο της, παραπέμποντας σε δίκη την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της προηγούμενης περιόδου: Δημήτριο Γούναρη (πρωθυπουργός την περίοδο1921-1922), Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (πρωθυπουργός το 1922), Νικόλαο Στράτο (πρωθυπουργός το 1922), Γεώργιο Μπαλτατζή (υπουργός Εξωτερικών), Νικόλαο Θεοτόκη (υπουργός Στρατιωτικών), Γεώργιο Χατζηανέστη (διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας), Μιχαήλ Γούδα (υποναύαρχος), Ξενοφώντα Στρατηγό (υποστράτηγος) και τον πρίγκιπα Ανδρέα, αδελφό του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η ιστορική δίκη αρχίζει στις 31 Οκτωβρίου βασιζομένη σε διάταγμα της Επαναστατικής Επιτροπής, μη προβλέποντας δικαίωμα έφεσης ή άλλου ένδικου μέσου. Κατήγοροι, μάρτυρες και κατηγορούμενοι υπερασπίζονται με πάθος τις θέσεις τους, γνωρίζοντας όμως πως η απόφαση λαμβάνεται εκτός του κτιρίου της Παλαιάς Βουλής. Την Επαναστατική Επιτροπή ενώνει το αντι-κωνσταντινικό μένος, το λαϊκό πάθος για κάθαρση και ο πόνος των προσφύγων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με επικεφαλής τη Βρετανία ενώνουν πρώην βασιλικούς και ελάχιστους ψυχραιμότερους που αποζητούν καταλάγιασμα των παθών. Οι Βρετανοί, με επικεφαλής τον πρέσβη Φράνσις Λίντλεϊ, κλιμακώνουν τις πιέσεις για αποφυγή των εκτελέσεων μιλώντας για «δικαστική δολοφονία», υπερασπιζόμενοι έτσι την ολέθρια για τη χώρα πολιτική τους, αλλά και για να διασώσουν (όπως και καταφέρνουν) τον πρίγκιπα Ανδρέα, γύρω από τη ζωή του οποίου παίζεται μέχρι την τελευταία στιγμή ένα τεράστιο διπλωματικό παιχνίδι.
Ο δικαστικός επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής παίζεται στις 6.30 τα ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου, όταν ο πρόεδρος του Στρατοδικείου, υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, αναγγέλλει με τρεμάμενη φωνή την καταδικαστική απόφαση: Γούναρης, Πρωτοπαδάκης, Μπαλτατζής, Θεοτόκης, Χατζηανέστης και Στράτος καταδικάζονται ομόφωνα σε θάνατο, ενώ οι Γούδας, Στρατηγός σε ισόβια δεσμά. Είναι τέτοια η αμηχανία που επικρατεί στην αίθουσα, που ο Οθωναίος αποχωρεί χωρίς να λύσει τυπικά τη συνεδρίαση κάτι που αναγκάζεται να κάνει άλλος στρατοδίκης.
Η διαταγή εκτελέσεως υπογράφεται από τον συνταγματάρχη Πλαστήρα στις 9 το πρωί και λίγη ώρα μετά η θλιβερή πομπή των μελλοθάνατων φτάνει στο Γουδί όπου βρίσκονται ήδη δεκάδες στρατιώτες και δημοσιογράφοι μαζί με περίεργους και φυματικούς του νοσοκομείου «Σωτηρία». Στις 11.26 έχουν τελειώσει όλα…
«Να μη μισήσεις κανέναν, Ανδρέα μου…»
Εκτός του πολιτικού παρασκηνίου πρωταγωνιστούν και οι προσωπικές τραγωδίες. Η κορύφωση του δράματος έρχεται τις ώρες που μεσολαβούν από την ανακοίνωση της ποινής μέχρι την εκτέλεση, όπου οι έξι μελλοθάνατοι δέχονται στις φυλακές Αβέρωφ τους δικούς τους ανθρώπους. Κοινός παρονομαστής στις τελευταίες τους κουβέντες είναι η προτροπή προς τα παιδιά τους να μην ακολουθήσουν πολιτική καριέρα…
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Ο Νικόλαος Στράτος αναφέρει προς τον γιο του (μετέπειτα υπουργό): «Ακουσε, Ανδρέα μου. Να μη μισήσης κανένα. Δι’ αυτούς μόνο η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σού δίδω, παιδί μου. Να μην πολιτευθής ποτέ». Από τη σύζυγό του ζητά: «Να φροντίσης διά τα παιδιά. Να πουλήσης ό,τι μας μένει και να φύγης από την Ελλάδα». Αντίστοιχη παραίνεση δίνει στα παιδιά του και ο Γιώργος Μπαλτατζής: «Ξεύρετε σεις πως υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μια είναι η θέλησή μου. Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιαν υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις οτιδήποτε άλλο, αλλά να μην ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιο αξίωμα.
Οσο γι’ αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους εσείς. Τον νου σας στη μητέρα σας», ενώ γυρίζοντας προς τον στρατηγό Σούτσο τού ζητά, όταν δει τον βασιλιά Κωνσταντίνο, να «…πείτε εκ μέρους μας το Ave Caesar morituri te salutant («Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν»)». Ο Πέτρος Πρωτοπαδάκης διώχνει τη γυναίκα του μήπως συγκινηθεί, ενώ λίγο αργότερα μονολογεί στη νύφη του Μπαλτατζή: «Τι θα γράψη η Ιστορία;», για ν’ απαντήσει μόνος του: «Καλύτερα να μη γράψη τίποτα διά το αίσχος αυτό».
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr