Πίσω από τον βαρύγδουπο τίτλο κρύβεται η πρώτη διεθνής απόπειρα διερεύνησης της δυνατότητας αναβίωσης των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων στη σύγχρονη εποχή. Οσο και να φαίνεται περίεργο, αυτή δεν είναι η πρώτη προσπάθεια που γίνεται τον 19ο αιώνα, αλλά η τρίτη… Η πρώτη έρχεται μόλις το 1837, όταν ο Δήμος Λετρινών του Νομού Ηλείας ξεκινά πρωτοβουλία ανασύστασης των Ολυμπιακών Αγώνων στην περιοχή απ’ όπου ξεκινούν. Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν γι’ αυτή την απόπειρα, εκτός από τη σύσταση επιτροπής και, φυσικά, ότι δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Η ίδια παράτολμη ιδέα γυρίζει στο μυαλό του βαθύπλουτου Ελληνα της Βλαχίας, Ευάγγελου Ζάππα, αλλά η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για το Σύνταγμα και η αναταραχή που ακολουθεί αποτρέπουν την πραγματοποίησή της. Τελικά, το 1859 ξεκινά στην Αθήνα η διοργάνωση «Ολύμπια» η οποία όμως ουδεμία σχέση έχει με τους Ολυμπιακούς της κλασικής αρχαιότητας ή με αυτούς των νεότερων χρόνων. Μέχρι το 1889 γίνονται τέσσερις τέτοιες διοργανώσεις που είναι κάτι ανάμεσα σε αθλητικούς αγώνες και εκθέσεις γεωργικών, κτηνοτροφικών και βιομηχανικών προϊόντων. Ακόμα κι έτσι όμως, ξεπερνώντας την αθωότητα και αφέλεια εμπνευστών, αθλητών και θεατών, τα «Ολύμπια» ρίχνουν τον σπόρο της ξεχασμένης Ολυμπιακής ιδέας.
Στο κλείσιμο του 19ου αιώνα, η ιδέα της αναβίωσης αναθερμαίνεται ξανά, αλλά αυτή τη φορά το ζήτημα τίθεται σε ισχυρότερες βάσεις. Η ήττα των Γάλλων στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1871 οδηγεί τους πρώτους σε αναζήτηση νέων προτύπων που βρίσκονται, κατά τον Γάλλο παιδαγωγό Φιλίπ Νταρίλ, στα αρχαία Ολυμπιακά ιδεώδη: «Αν θέλωμεν η Γαλλία να επιζήση εν μέσω των αγρίων θηρίων τα οποία την περιστοιχίζουν, και αν απαραιτήτως μας χρειάζονται πρότυπα, δυνάμεθα να εύρωμεν τοιαύτα εις την κλασικήν αρχαιότητα, πολύ ευγενέστερα, ασφαλέστερα και ασπιλώτερα, ή πέραν της Μάγχης. Οι Ελληνες, οι οποίοι γνώριζαν τα πάντα ή προμάντευαν εκείνα τα οποία δεν εγνώριζαν, ανεβίβασον και προήγαγον την σωματικήν αγωγήν πολύ περισσότερον παρά οιονδήποτε των νεωτέρων Εθνών. Εσφαίριζον, εδισκοβόλουν, έρριπτον το ακόντιον, ετόξευον και ησκούντο εις την οπλομαχίαν. Εγνώριζον την τέχνην να προπονούν χούφταν ανθρώπων και να την κάμνουν ικανή ν’ ανακόπτη την ορμήν εκατομμυρίων εχθρών. Και πώς δεν κατανόησαν οι καθηγητές και οι σοφοί μας ακόμη ότι τέλειος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος με το χέρι με το οποίον έγραφε την Ιφιγένειαν, εκέρδιζε και τον στέφανον κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες;».
Ετσι, αποτελώντας τον θερμότερο υποστηρικτή μας, η Γαλλία φιλοξενεί τον Ιούνιο του 1894 στο Παρίσι, ουσιαστικά, το συστατικό συνέδριο της μετέπειτα Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Γενικός επίτροπός του είναι ο Γάλλος βαρόνος, νομικός και παιδαγωγός Πιερ ντε Κουμπερντέν, που σε ομιλία του, δύο χρόνια πριν σε αμφιθέατρο της Σορβόννης, παρουσιάζει το πρωτοπόρο όραμά του: «Ας αρχίσομεν να εξάγωμεν και δρομείς, κωπηλάτας, οπλομάχους. Αυτή είναι η ελευθέρα συναλλαγή, το ελεύθερον εμπόριον του μέλλοντος και την ημέραν καθ’ ην θα εισαχθή εις τα ήθη της γηραιάς Ευρώπης».
Το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας είναι διάχυτο, ήδη, από την κλήση των αντιπροσώπων του συνεδρίου, αφού σε αυτό καλούνται αθλητικοί σύλλογοι και παράγοντες όλης της Ευρώπης, πλην της Γερμανίας. Ακόμα και η αθλητική προσέγγιση των αγώνων ακολουθεί το αγγλικό αθλητικό μοντέλο και όχι το γερμανικό που έχει να κάνει περισσότερο με στρατιωτική πειθαρχία παρά αγωνιστική, με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.
Αντίθετα, θερμή είναι η υποδοχή της ελληνικής αποστολής που επικεφαλής δεν έχει τον επίσημο προσκεκλημένο, πρόεδρο του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, Ιωάννη Φωκιανό, αλλά το μέλος του συλλόγου Δημήτριο Βικέλα, που εκείνη την εποχή βρίσκεται στο Παρίσι. Η έναρξη του συνεδρίου γίνεται με την ανάκρουση του Υμνου του Απόλλωνος ενώ ο Βικέλας ορίζεται πρόεδρος της επιτροπής που διερευνά το ζήτημα της αναβίωσης των αγώνων. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε περίοδο ρομαντισμού, απόλυτης αθωότητας, αγνών προθέσεων και αντιλήψεων περί του αθλητισμού, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό οποιασδήποτε σκέψης εμπορευματοποίησης των αγώνων. Ετσι αποκλείονται από αυτούς οι, ελάχιστοι έτσι κι αλλιώς, επαγγελματίες αθλητές, τα χρηματικά έπαθλα, ακόμα και τα έξοδα μετακίνησης των σωματείων προς τους αθλητές, ενώ καταγράφονται τα πιθανά αγωνίσματα και οριοθετούνται οι κανόνες τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι απαγορεύεται το επίσημο στοίχημα, η επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ελέγξει το παράνομο, αλλά απλά θα προσπαθήσει να το περιορίσει… Τέλος, ενδεικτικό της τότε κοσμοπολίτικης αντίληψης περί αθλητισμού είναι ότι από τους αγώνες αποκλείονται, εκτός των γυναικών και οι προερχόμενοι από τις εργατικές τάξεις διότι πιστεύεται ότι δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στο ιδεώδες του αθλητικού ερασιτεχνισμού…
Η απόφαση περί αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων είναι πλέον οριστική. Μένουν το έτος επανέναρξης και ο τόπος διεξαγωγής, με υποψήφιες πόλεις τις Αθήνα, Λονδίνο και Βουδαπέστη. Σε μια παρασκηνιακή κίνηση υψηλής διπλωματίας οι Κουμπερτέν – Βικέλας ζητούν μικρή αναβολή της απόφασης για τις 23 Ιουνίου, ζητώντας παράλληλα από τον τότε βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α’ να αποστείλει ευχητήριο μήνυμα στο συνέδριο, όπως και γίνεται. Παρότι οι Βικέλας και Γεώργιος Α’ δεν έχουν την εξουσιοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάθεση στη χώρα των Ολυμπιακών Αγώνων, οι σύνεδροι κολακεύονται από το βασιλικό ενδιαφέρον και αναθέτουν τη διεξαγωγή στην Αθήνα για το έτος 1896. Οταν τα νέα φτάνουν στον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, αυτός γίνεται έξαλλος αφού η χώρα είναι χρεοκοπημένη, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα…
Πανηγυρικό κλίμα…
Το τηλεγράφημα του βασιλιά Γεωργίου Α’ που «παγιδεύει» τον Χαρίλαο Τρικούπη στη ανάθεση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, στέλνεται στο συνέδριο στο Παρίσι στις 21 Ιουνίου και αναφέρει τα εξής: «Βαθέως αισθανόμενος την ευγενεστάτην αίτησην του κ. βαρόνου de Coubertin, παρακαλώ αυτόν καθώς και τα μέλη του Συνεδρίου να δεχτώσι μετά των ευχαριστιών τας καλύτεράς μου ευχάς υπέρ της ανασυστάσεως των αγώνων».
Τη σκυτάλη παίρνει στην ολομέλεια της 23ης Ιουνίου ο Ελληνας αντιπρόσωπος Δημήτριος Βικέλας, στοχεύοντας στο συναίσθημα των 88 συνέδρων: «Μην ξεχνάτε, κύριοι, ότι αν προχωρείτε σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, εμείς οι Ελληνες το κατέχουμε πιο άμεσα. Αν είστε οι εγγονοί της κοινής προγόνου, εμείς είμαστε οι γιοι. Πράγμα το οποίο μας κάνει να αισθανόμαστε λίγο σαν θείοι σας με τη λογική της Βρετάνης. Εδώ είναι η μοναδική υπεροχή μας, αν υποθέσουμε ότι έχουμε κάποια. Ελπίζουμε να έχετε τη γενναιοδωρία να αποδείξετε ότι μας παραχωρείτε τους πρώτους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896». Αντί αντιρρήσεων που αναμένει ο Βικέλας μετά το τέλος της ομιλίας του, ακούει χειροκροτήματα και τη διά βοής αποδοχή της πρότασής του, για την οποία δεν έχει την εξουσιοδότηση της ελληνικής κυβέρνησης.
Στο ίδιο πανηγυρικό κλίμα και η μαρτυρία του Ντε Κουμπερτέν για την κατάληξη του ιστορικού συνεδρίου: «Αφού δε μετά του Βικέλα υπελογίσαμεν τα μέσα τα οποία διέθετεν η ελληνική πρωτεύουσα, απεφασίσαμεν αυτός κι εγώ να την προτείνομεν. Εις εν δελτάριον της 19ης Ιουνίου μού γράφει ο Ελλην αντιπρόσωπος: Δεν σαν είδον μετά την συνεδρίαν διά να σας είπω πόσον είμαι συγκεκινημένος από την πρότασήν σας ν’ αρχίσουν οι Ολυμπιάδες από τας Αθήνας. Λυπούμαι διότι δεν ηδυνήθην τη στιγμή εκείνην να την υποστηρίξω κατ’ ενθουσιωδέστερον τρόπον. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ο κύβος είχε ριφθεί».
Από την έντυπη έκδοση