Μιλάμε για τον ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Μάο Τσε Τουνγκ, για άλλους μεγάλο επαναστάτη και οραματιστή, αλλά κατά άλλους υπεύθυνο για το θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ομοεθνών του. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το πώς ο «μεγάλος τιμονιέρης» έφτασε μέχρι την εξουσία, αλλάζοντας έτσι καθοριστικά μέχρι και σήμερα τον παγκόσμιο πολιτικό – οικονομικό χάρτη.
Ο Μάο στις αρχές του 1949 αποτελούσε δικαιωματικά την ηγετική μορφή του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος, αφού τα προηγούμενα 15 χρόνια είχε καταφέρει να κυριαρχήσει έναντι των εσωκομματικών του αντιπάλων, να ηγηθεί της επικής, όπως έλεγε ο ίδιος, «μεγάλης πορείας» και να περάσει μέσα από τη συμμαχία του με τους εθνικιστές στη διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου (1937-1945) στη νίκη του στον εμφύλιο που ακολούθησε. Δεν είχε πάρει όμως ακόμα την εξουσία. Την Πρωτοχρονιά του 1949 ο Μάο καλούσε το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να «ωθήσει την επανάσταση μέχρι τέλους», δίνοντας έτσι το σύνθημα της τελικής επίθεσης ενάντια στον πατριωτικό στρατό. Οι κομμουνιστές είχαν αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στα φτωχά λαϊκά στρώματα, που αποζητούσαν την αλλαγή. Το ύστατο πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβέρνησης ήρθε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου όταν χρησιμοποίησε ιαπωνικά στρατεύματα για να παραμείνει στην εξουσία, ενώ κατέστειλε βίαια φοιτητικές διαδηλώσεις. Επίσης, η οικονομία της χώρας κατέρρεε από το γιγάντιο πληθωρισμό, τη διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες και τις επαχθείς συμφωνίες με τις ξένες δυνάμεις.
Οι ΗΠΑ παρείχαν στην κινεζική κυβέρνηση 2 δισ. δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια, ενώ οι Αγγλοι είχαν τα πλοία τους σταθμευμένα στην περιοχή της Σαγκάης. Στους πρώτους μήνες εκείνης της χρονιάς, οι επαναστάτες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους να αναδιπλωθούν. Πολλές από τις στρατιές του Τσιάνγκ Κάι Σεκ περικυκλώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν (περίπου 500.000 άνδρες), ενώ άλλες μονάδες λιποτάκτησαν και ενώθηκαν με το Λαϊκό Στρατό. Η επέλαση αυτή των δυνάμεων του Μάο οδήγησε στην κατάληψη της Σούτσοου, της Τιεντσίν και άλλων πόλεων. Στη συνέχεια οι κυβερνητικοί αποχώρησαν από την Ταϊβάν και το Πεκίνο, αφήνοντας έτσι την πρωτεύουσα στα χέρια του Μάο.
Ομως, ο εμφύλιος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Παρά τις ήττες τους και το χαμηλό τους ηθικό, οι εθνικιστές κατείχαν ακόμα τη μισή επικράτεια, ενώ διέθεταν πολυάριθμο στρατό και την αμερικανική βοήθεια. Ολα αυτά συντελούν στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων του Απριλίου, με αποτέλεσμα τη συνέχιση του εμφυλίου. Επόμενος στόχος των επαναστατών θα ήταν το πέρασμα του ποταμού Γιανγκ Τσε με τελικό στόχο τη Σαγκάη, που αποτελούσε προπύργιο των κυβερνητικών δυνάμεων. Λίγο πιο πριν, εξάλλου, βρισκόταν η Τσουνκίνγκ, το διοικητικό κέντρο του ηγέτη των εθνικοφρόνων, Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Ο ίδιος ο ποταμός αποτελούσε πάντα το φυσικό σύνορο που χώριζε στη μέση την αχανή χώρα. Από τη μια, ήταν ο Βορράς, όπου ο πληθυσμός, λόγω καλύτερης διατροφής, ήταν πιο ανεπτυγμένος σωματικά, ενώ στον Νότο διαχρονικά ανθούσαν οι Τέχνες και η σκέψη. Το 1949 ήταν μοιραίο ο ποταμός να αποτελέσει και το θέατρο των επιχειρήσεων του εμφύλιου πολέμου, χωρίζοντας την Κίνα σε κομμουνιστές και εθνικιστές. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι μια γραμμή άμυνας βόρεια του ποταμού δεν ήταν ρεαλιστική επιλογή.
Ο Λαϊκός Στρατός με ένα εκατομμύριο στρατιώτες ετοιμαζόταν από τον Απρίλιο στη βόρεια όχθη του ποταμού για να περάσει απέναντι και να επιτεθεί σε όσες κυβερνητικές δυνάμεις είχαν απομείνει. Οι προειδοποιήσεις του Στάλιν στον Μάο να μην περάσει τον ποταμό δεν εισακούστηκαν. Στις 20 Απριλίου έληγε η προσωρινή ανακωχή που είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές και αναμενόταν η τελική επίθεση, η οποία ξεκίνησε μία ημέρα μετά, με απόβαση των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού χωρισμένες σε τρία κομμάτια. Μέχρι το μεσημέρι είχαν καταφέρει να ελέγξουν κάποιες περιοχές στην αντίπερα όχθη και με τη βοήθεια του Πυροβολικού προσπαθούσαν να περάσουν όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσαν. Ο κυβερνητικός στρατός τούς περίμενε στις όχθες με φλογοβόλα, αλλά οι μικρότερες αριθμητικά δυνάμεις τους είχαν ως αποτέλεσμα την αναδίπλωσή τους μέσα σε δύο ημέρες και την εγκατάλειψη μεγάλων ποσοτήτων εφοδίων.
Στην πραγματικότητα η προέλαση έγινε πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι αναμενόταν, μια και μετά το πέρασμα του Γιανγκ Τσε οι κομμουνιστές καταλάμβαναν με ευκολία μία μία τις πόλεις, ενώ οι αντίπαλοί τους εκκένωναν όσες είχαν υπό τον έλεγχό τους. Πρώτα την Τσουνκίνγκ, μετά το Καντόν, τη Νανκίνγκ, τη Χανζού, το Σιάν και τέλος τη Σαγκάη στις 25 Μαΐου, δίνοντας έτσι τέλος στην παρουσία των μεγάλων δυνάμεων στην Κίνα. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον Νότο και στη διάρκεια του καλοκαιριού. Μετά τη συντριβή των κυβερνητικών στην ενδοχώρα, ο Μάο επιστρέφει στο Πεκίνο, όπου την 1η Οκτωβρίου ιδρύει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και φυσικά ορίζεται ο ίδιος ηγέτης της, ενώ ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ με όσες δυνάμεις τού έχουν απομείνει καταφεύγει στην Ταϊβάν.
Κατά το πέρασμα του Γιανγκ Τσε γίνεται ένα γεγονός που έδειξε τη στάση που θα τηρούσε ο Μάο στο μέλλον σχετικά με τη Δύση. Στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, ο Λαϊκός Στρατός ήρθε σε επαφή και με δύο αγγλικά πολεμικά πλοία του Στόλου της Απω Ανατολής. Με βάση το καθεστώς που ίσχυε έως τότε, τα συγκεκριμένα πλοία είχαν το δικαίωμα να διαπλέουν τον Γιανγκ Τσε ανεμπόδιστα. Ο Μάο όμως δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει τη συγκεκριμένη πρακτική και λίγο πριν ξεκινήσουν εκ νέου οι εχθροπραξίες είχε προειδοποιήσει τους Βρετανούς να εκκενώσουν τον ποταμό. Η άρνηση των πλοίων να υπακούσουν στην εντολή είχε ως συνέπεια να δεχτούν την επίθεση του Πυροβολικού του Λαϊκού Στρατού, με αποτέλεσμα την αχρήστευση ενός πλοίου και τη μετά βίας διαφυγή του άλλου. Ο Μάο με αυτή την κίνηση δείχνει στη διεθνή κοινότητα ότι η Κίνα είχε πλέον αλλάξει στρατόπεδο…
Ο Κόκκινος Στρατός και η επόμενη μέρα
Η επιτυχία των Κόκκινων οφείλεται στο ότι από νωρίς είχαν δει τη σύγκρουση με τις κυβερνητικές δυνάμεις ως κάτι ευρύτερο. Ο Μάο δεν έβλεπε την εμφύλια αντιπαράθεση ως μια στρατιωτική σύρραξη αλλά σαν έναν καθολικό κοινωνικό αγώνα, ενώ ο Λαϊκός Στρατός δεν αντιπροσώπευε απλά μια στρατιωτική μηχανή αλλά κάτι παραπάνω. Ο Μάο σε έργο του με τίτλο «Διορθώνοντας λαθεμένες ιδέες στο κόμμα» είναι σαφής από το 1929: «Ο Κινεζικός Κόκκινος Στρατός είναι ένα ένοπλο σώμα που εκπληρώνει τους πολιτικούς σκοπούς της επανάστασης. Ο Κόκκινος Στρατός δεν πρέπει να περιορίσει τον εαυτό του στον ένοπλο αγώνα. Εκτός από το να μάχεται για να καταστρέψει τη στρατιωτική ισχύ του εχθρού, πρέπει και να πετύχει άλλους σημαντικούς σκοπούς, όπως την προπαγάνδα, την οργάνωση των μαζών, τον εξοπλισμό τους, και να τις βοηθήσει να αποκτήσουν επαναστατική πολιτική ισχύ και να εγκαθιδρύσουν οργανώσεις του κόμματος».
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας γίνεται και η πρώτη πράξη που οδήγησε στο πολιτικό ζήτημα του Θιβέτ, που απασχολεί την επικαιρότητα σήμερα λόγω των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο. Οι μεγάλες δυνάμεις, αδυνατώντας σε εκείνη τη φάση να επέμβουν με οποιονδήποτε τρόπο στην περιοχή, άφησαν την κυβέρνηση του Θιβέτ στην τύχη της. Το Πεκίνο απαίτησε, το χειμώνα του 1950, την παραχώρηση της θιβετιανής εθνικής άμυνας και την αναγνώριση της χώρας ως τμήμα της Κίνας. Μετά την αναμενόμενη άρνηση των εκπροσώπων του Θιβέτ, εισέβαλαν σε αυτό 40.000 στρατιώτες και κατέλαβαν τη χώρα οδηγώντας την κατάσταση στο σημερινό αδιέξοδο. Ο πολυετής εμφύλιος πόλεμος, ο σινο-ιαπωνικός πόλεμος, η βίαιη αποτίναξη του φεουδαρχικού παρελθόντος της, μαζί με την πολιτιστική επανάσταση και τους ερυθροφρουρούς που ακολούθησαν, δημιούργησαν στη χώρα ποταμούς αίματος. Οι κάθε είδους αντιφρονούντες και διανοούμενοι βαφτίζονται ως αντεπαναστάτες και η φυσική τους εξόντωση αποτελεί μονόδρομο για την ολοκλήρωση του εκάστοτε μεγάλου στόχου. Τα καθεστώτα δεν κρίνονται μόνο από την ιδεολογία τους αλλά από το πώς την εφαρμόζουν στην πράξη και πώς συμπεριφέρονται σε όσους διαφωνούν με αυτήν. Αλλιώς, πρέπει να αποδεχτούμε ως φρικτή πολιτική πρακτική τη ρήση του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, συγγραφέα του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», που έγραψε ότι: «Ο θάνατος ενός είναι τραγωδία. Ο θάνατος εκατομμυρίων είναι στατιστική»…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής