«Οταν ο Βλαντιµίρ Πούτιν ήρθε στην εξουσία το 1999, οραµατιζόταν να αναβιώσει τη ρωσική δύναµη. Η εξαφάνιση της Σοβιετικής Ενωσης, που ήταν κατά τη γνώµη του η “µεγαλύτερη στρατηγική καταστροφή του 20ού αιώνα”, αντιπροσώπευε στα µάτια του το τέλος της ισορροπίας δυνάµεων και το αµερικανικό όραµα ενός µονοπολικού κόσµου. Αλλά ο ρεαλισµός του τον οδήγησε να µην επιθυµεί τότε την ανασύσταση της Σοβιετικής Ενωσης, δηλώνοντας: “Αυτός που δεν λυπάται για τη Σοβιετική Ενωση δεν έχει καρδιά, αλλά αυτός που θέλει να την επανασυστήσει δεν έχει µυαλό”, γράφει ο Pascal Boniface. Tι σκέφτηκε, άραγε, ο Πούτιν όταν ξεκίνησε αυτήν την εισβολή στην Ουκρανία; Ισως, άλλοι ειδικοί επιστήμονες μας δώσουν κάποια στιγμή την απάντηση», λέει ο καθηγητής στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής και συνεχίζει: «Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι πως αυτή η κίνηση αποτελεί τμήμα του τοξικού αφηγήματός του για μια μεγάλη Ρωσία που έχει απήχηση στο εθνικό της ακροατήριο. Η Ρωσία τα τελευταία χρόνια κοίταζε διαρκώς στο παρελθόν (σε αυτό την αντιγράφει και η Τουρκία) γιατί εκεί η έννοια του κράτους είναι ιδιαίτερη. Γνωρίζει μόνο το status της αυτοκρατορίας που δεν έχει σύνορα αλλά μόνο μέτωπα».
Οπαδός του αναθεωρητισμού είναι και ο Ερντογάν. Τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό;
Η Τουρκία του Ερντογάν έχει την ίδια αυτοκρατορική λογική με τη Ρωσία του Πούτιν. Και οι δύο διακατέχονται από τον ίδιο αναθεωρητισμό που είναι επικίνδυνος για την παγκόσμια σταθερότητα. Η δε ευρασιατική λογική του Ερντογάν έρχεται σε αντίθεση με τη μοναδική πραγματική πολιτική επιλογή που υπάρχει για την Τουρκία, που είναι η έντιμη συμμετοχή στην ευρωατλαντική κοινότητα. Κι ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο που δεν επιτρέπει ανεύθυνες περιπέτειες, η Τουρκία παραμένει επιθετική και διεκδικητική. Κλιμακώνει επικίνδυνα την κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, επαναφέρει το μεταναστευτικό, ξαναπαίζει το χαρτί του Κουρδικού και κορυφώνει τον εκβιασμό προς το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ με πρόφαση την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας.
Κι όλα αυτά ο Ερντογάν τα εντάσσει στην εικόνα της μεγάλης δύναμης που έχει φιλοτεχνήσει για τη χώρα του. Επιχειρεί να προετοιμάσει ή, τουλάχιστον, να συνδιαμορφώσει τους όρους της τελικής λύσης του πολέμου και της νέας τάξης πραγμάτων. Πριν από τον πόλεμο είχε προσπαθήσει να κλείσει μέτωπα, όμως ο αναθεωρητισμός του φίλου του, Πούτιν, και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν εξελίχθηκαν όπως θα το περίμενε ο Ερντογάν. Στην αρχή κέρδισε κάποιους πόντους. Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίζεται και, μάλιστα, με εκπλήξεις για τη Ρωσία. Κάπου εδώ η Τουρκία μπερδεύτηκε και αγχώνεται και εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα για το ΝΑΤΟ.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας μπροστά σε αυτές τις νέες διεθνείς προκλήσεις; Και τι ρόλο μπορεί να παίξει στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου;
Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της ευρωζώνης (ευτυχώς) και του ΝΑΤΟ και αποτελεί εγγυητή της ειρήνης, της ασφάλειας και της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Είναι ένας εξαιρετικά αξιόπιστος σύμμαχος και εταίρος, πόλος σταθερότητας και συνεργασίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπως το επιβεβαίωσε και η Σύνοδος Κορυφής των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη. Εχει εξελιχθεί πλέον σε κομβική πύλη για την είσοδο του υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή και αυτό είναι σημαντικό για τη σταθερότητα της περιοχής. Η αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου της Ελλάδας ενισχύεται και από την εξαιρετική συμφωνία με τη Γαλλία του Σεπτεμβρίου του 2021. Αυτό που επιχειρούσαν το προηγούμενο διάστημα ο πρόεδρος Μακρόν και ο Ελληνας πρωθυπουργός για μια ευρωπαϊκή συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια εμφανίζεται πλέον ως μοναδική επιλογή για την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Πιστεύετε ότι η εποχή των ουδέτερων χωρών και των ίσων αποστάσεων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί; Και ορθώς η Ελλάδα πήρε θέση;
Η επιλογή πλευράς είναι μια δύσκολη αλλά έντιμη κίνηση. Δεσμεύεσαι σε μια πλευρά της Ιστορίας και δυσαρεστείς κάποιους. Η τακτική των ίσων αποστάσεων δεν οδηγεί ποτέ σε επιτυχημένη στρατηγική επιλογή. Η Ελλάδα ούτε ουδέτερη είναι ούτε ίσες αποστάσεις τηρεί. Τις δυτικές αξίες ενστερνίζεται και τα δυτικά συμφέροντα υπερασπίζεται. Με τη στάση της στον πόλεμο της Ουκρανίας έδειξε πως η σταθερότητα και η αξιοπιστία μιας χώρας είναι προτέρημα και όχι μειονέκτημα. Και αυτό είναι κομβικής σημασίας για την ευρωπαϊκή σταθερότητα στη σημερινή γεωπολιτική στιγμή. Ο πόλεμος, σε συνδυασμό με τη στάση της χώρας, έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της Ελλάδας και πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τα πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να μας ωφελήσουν περισσότερο.«Δεν θέλουμε να αφήσουμε καμία κρίση να πάει χαμένη», έλεγε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ.
«Ο κόσμος που γνωρίζαμε δεν υπάρχει πλέον»
Αφορμή για τη συζήτησή μας είναι η πρόσφατη κυκλοφορία στην Ελλάδα του εξαιρετικού βιβλίου «Ατλας διεθνών σχέσεων» (εκδόσεις «Πεδίο») του Pascal Boniface, σε επιστημονική επιμέλεια του Σωτήρη Ντάλη. Στην αναθεωρημένη έκδοση περιλαμβάνονται 100 επικαιροποιημέοι, κατανοητοί και καλαίσθητοι χάρτες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τον πολύπλοκο μεταλλασσόμενο κόσμο και τις ακόμα πιο πολύπλοκες διεθνείς σχέσεις.
Κύριε Ντάλη, πόσο άλλαξε ο κόσμος από το 1945 μέχρι σήμερα;
Ενας πόλεμος αλλάζει τα πάντα. Πόσω μάλλον ένας Παγκόσμιος Πόλεμος. Αλλά και ο Ψυχρός Πόλεμος, που ακολούθησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το τέλος του με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, δημιούργησε ένα νέο παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο. Ετσι και ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει το γεωπολιτικό τοπίο. Ο κόσμος που γνωρίζαμε δεν υπάρχει πλέον. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη μετά το 1945. Εχουμε έναν πόλεμο γεωγραφικά περιορισμένο, όμως στην πραγματικότητα έχει χαρακτηριστικά παγκοσμίου πολέμου. Η Ευρώπη, έπειτα από μια περίοδο μεταπολεμικής ευημερίας, καλείται να επαναπροσδιορίσει τις συνθήκες και το πλαίσιο μιας νέας διεθνούς συνεργασίας. Πρέπει να γίνει δύναμη ισορροπίας που να μπορεί να σταθεί απέναντι σε δύο πολιτικές ισχύος: Τον ρωσικό αναθεωρητισμό και τον κινεζικό οικονομικό επεκτατισμό. Σήμερα, χωρίς να κάνει πόλεμο πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το αποκρουστικό και βάρβαρο εγχείρημα της εισβολής στην Ουκρανία.
Πώς ορίζεται πλέον η έννοια της ισχύος στον σύγχρονο κόσμο;
Σήμερα, σε έναν κόσμο πολυπολικό καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της ισχύος. Ο καθηγητής Τζόζεφ Νάι, ίσως ο σημαντικότερος σήμερα μελετητής της έννοιας της ισχύος στη διεθνή πολιτική, έβαλε στην ακαδημαϊκή συζήτηση τις έννοιες της ήπιας και της σκληρής ισχύος. Είναι, άραγε, αυτές χρήσιμα εργαλεία για να φτάσουμε σε έναν «έντιμο» συμβιβασμό της ισχύος με τη δικαιοσύνη; Η έννοια της ισχύος δεν ορίζεται μόνο με στρατιωτικά μέσα αλλά και οικονομικά. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, που είναι πρωταγωνιστής στο οικονομικό και το εμπορικό επίπεδο αυτού του πολυπολικού κόσμου, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ήπιας ισχύος, η οποία ενηλικιώνεται γεωπολιτικά με αυτόν τον πόλεμο και αποκτά πλέον και χαρακτηριστικά σκληρής ισχύος, όπως αυτή εκφράζεται με στρατιωτικά μέσα.
Σήμερα, η έννοια της ισχύος, αν και σε μεγάλο βαθμό ακαθόριστη, παραμένει στο κέντρο του διεθνούς θεάτρου. Προφανώς, χωρίς επαρκή ισχύ, μια χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει, πολύ περισσότερο να κυριαρχήσει σε έναν ταραχώδη κόσμο. Ομως, η ισχύς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη δύναμη που είναι η συγκεκριμένη χρήση στρατιωτικών μέσων. Η ισχύς είναι μια γενικότερη ικανότητα της χώρας να χαράζει τον δρόμο της. Η ταύτιση της ισχύος μόνο με επιλογές καταναγκασμού ισοδυναμεί με την αγνόηση της συνεργασίας, του αμοιβαίου συμβιβασμού, της αλληλεγγύης και του αμοιβαίου οφέλους.