Από τη μία, η κακοκαιρία ήταν ηπιότερη από τα πιο βόρεια μέρη της Αττικής, από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία των φιλοξενουμένων έχει έρθει από το Αφγανιστάν, και όπως ανέφεραν στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «περάσαμε δύσκολες μέρες, σε σκηνές μένουμε, αλλά στο Αφγανιστάν κάνει πολύ περισσότερο κρύο, ξέρουμε από αυτά».
Το μεγάλο πρόβλημα είναι η καθήλωση, η απραγία, η απουσία προοπτικής. Ο Ραχμαντουλάχ Νουρή, 55 χρονών, μένει με την οικογένειά του εδώ και έντεκα μήνες στον καταυλισμό. «Νιώθω πως έχω γεράσει είκοσι χρόνια. Όλα είναι στάσιμα. Περιμένουμε να ανοίξουν τα σύνορα, να μετεγκατασταθούμε σε κάποια άλλη χώρα ή να ξεκινήσουμε τη ζωή μας εδώ. Κάτι πρέπει να γίνει. Δεν μας λείπει η τροφή, οι γιατροί, η ίδια η ζωή φεύγει, και αυτό είναι το πιο ψυχοφθόρο», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η συντονίστρια της δομής συμφωνεί: «οι άνθρωποι έχουν κουραστεί να κάθονται και να περιμένουν, έχουν ανάγκη να δρομολογήσουν την πορεία τους. Οι ζωή στις σκηνές για τους πρόσφυγες είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολη. Μπορεί να έχουν εξοπλιστεί για το χειμώνα, με πάτωμα, εσωτερικές ξύλινες τάβλες για μόνωση, ηλεκτρικά σώματα για θέρμανση, με αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις γύρω από κάθε σκηνή, όμως ο χώρος παραμένει περιορισμένος, ούτε όρθιος δε στέκεσαι, οι τουαλέτες είναι σε απόσταση και κοινόχρηστες, κουζίνα δεν υπάρχει, μόνο φαγητό από κέτερινγκ, πόσο καιρό να περάσει κανείς έτσι; Έχουν χάσει πια τη διάθεσή τους οι άνθρωποι για δραστηριότητες, μαθήματα κλπ που γίνονται».
Κοκτέιλ αναπνευστικών λοιμώξεων αυξάνει τις εισαγωγές και τις νοσηλείες
Σε κάθε σκηνή μένουν από τρία ως οχτώ άτομα. Τα μεγαλύτερα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο ή στο νηπιαγωγείο. Τα πιο μικρά, τρέχουν, παίζουν πάνω κάτω με μπάλες, ποδήλατα δίνοντας ζωή στον, μάλλον, μελαγχολικό, καταυλισμό.
Οι υπεύθυνοι προσπαθούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, γεγονός που και οι ίδιοι φιλοξενούμενοι το αναγνωρίζουν, επανέλαβαν, δε, πολλές φορές πόσο τους βοηθούν σε ό,τι ζητήσουν. Περιμένουν, όμως, και αυτοί, να στεγαστούν οι πρόσφυγες σε πιο ανθρώπινες συνθήκες. Αντιλαμβάνονται πως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ η κατασκήνωση.
Κάποιοι από τους πρόσφυγες αναλαμβάνουν δράση μόνοι τους. Η Μπιμπιγκόλ, 32 χρονών, η οποία μένει κι αυτή έντεκα μήνες σε ένα αντίσκηνο του μπέιζμπολ, εργαζόταν μέχρι πριν λίγο καιρό σε ένα ραφείο στον ‘Αλιμο. Τώρα είναι άνεργη, ψάχνει όμως για καινούργια δουλειά. Τα δυο της παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο μαθαίνουν ελληνικά, οι δάσκαλοι τα προσέχουν και η ίδια δηλώνει ευχαριστημένη από την απόδοσή τους. Ένα άλλο αγόρι, που μιλάει καλά αγγλικά, δουλεύει ως μεταφραστής σε γειτονική δομή. Η Μαχγκούλ, 66 χρονών, έχει χάσει όλη της την οικογένεια στον πόλεμο, είτε πέθαναν, είτε αγνοούνται μας, περιγράφει. Είναι η γιαγιά όλων στη δομή, πλέκει όλη μέρα σφουγγαράκια και τα χαρίζει. Μας έδωσε και εμάς. Όταν πήγαμε να βγάλουμε χρήματα, αρνήθηκε έντονα.
Στο γήπεδο του μπέιζμπολ μένουν αυτή τη στιγμή 502 πρόσφυγες. Στις δυο άλλες μη οργανωμένες δομές του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, στο χώρο αφίξεων και στο γήπεδο του χόκεϊ, από 754 και 691 άνθρωποι, αντίστοιχα. Οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται είναι οι Γιατροί του Κόσμου, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η «Save the Children», το Ελληνικό Συμβούλιο Προσφύγων, το Δανέζικο Συμβούλιο Προσφύγων, η Ύπατη Αρμοστεία, ενώ καθημερινή παρουσία έχει και το ΚΕΕΛΠΝΟ.