Η αποστολή έγινε μετά από τον καταστροφικό σεισμό της 30ής Οκτωβρίου φέτος, με μέγεθος 6,7 ρίχτερ, που προκλήθηκε από την ενεργοποίηση ενός υποθαλάσσιου ρήγματος βόρεια της Σάμου και ο οποίος προκάλεσε τσουνάμι ύψους έως δύο μέτρων που έπληξε τις βόρειες ακτές του νησιού. Για πρώτη φορά χαρτογραφήθηκε – με το πολυδεσμικό σύστημα RESON SEABAT 7160 – η θάλασσα της Σάμου και ένα μεγάλο τμήμα του Ικάριου Πελάγους από το Υ/Γ-Ω/Κ σκάφος «Ναυτίλος».
Μετά από τη θετική και άμεση ανταπόκριση των ΓΕΕΘΑ, ΓΕΝ και ΥΥ σε σχετικό αίτημα του ΕΚΠΑ, συγκροτήθηκε κοινή ειδική ομάδα αποτελούμενη από επιστημονικό προσωπικό της ελληνικής Υδρογραφικής Υπηρεσίας και του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος (Εργαστήριο Φυσικής Γεωγραφίας-Κλιματολογίας), με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Παρασκευή Νομικού, με σκοπό την λεπτομερή υδρογραφική αποτύπωση – χαρτογράφηση της περιοχής που επλήγη από τον πρόσφατο σεισμό.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κα Νομικού, «η συμβολή της ΥΥ στην εκτέλεση του ωκεανογραφικού πλόα στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας Covid-19 ήταν καθοριστική για να συλλεχθούν επιστημονικά δεδομένα σε μία από τις σεισμικότερες περιοχές του Αιγαίου. Είναι σημαντικό να τονίσουμε το υψηλό επίπεδο φιλοξενίας σε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού και ειδικότερα σε περίοδο πανδημίας, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της αποστολής με ασφάλεια. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η εξαιρετική συνεργασία ΠΝ και ΕΚΠΑ στο πεδίο οδήγησε στην άμεση συλλογή βαθυμετρικών δεδομένων στην περιοχή Σάμου-Ικαρίας, σε χρονικό διάστημα μόλις ενός μήνα από την εκδήλωση του σεισμού».
Την ομάδα εκτέλεσης του έργου αποτέλεσαν το πλήρωμα του ΩΚ-Υ/Γ «Ναυτίλου» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Χρήστο Βλαχογιάννη (ΠΝ), η αναπλ. καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Νομικού, η υποψήφια διδάκτωρ του ΕΚΠΑ, Δ. Λαμπρίδου και ο πλωτάρχης του ΠΝ, Δ. Λίτσας (υπεύθυνος του Υ/Γ Συνεργείου της ΥΥ).
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Νομικού, «η ωκεανογραφική αποστολή πραγματοποιήθηκε σε επτά μέρες και χαρτογραφήθηκαν συνολικά 1.478 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το κύριο υποθαλάσσιο ρήγμα βόρεια της Σάμου έχει συνολικό μήκος 37 χιλιομέτρων, με κύρια διεύθυνση αρχικά ΔΒΔ-ΑΝΑ και στη συνέχεια Α-Δ και κλίση προς τα βόρεια. Το ίχνος του ρήγματος εντοπίστηκε σε βάθη από 230 μέχρι και 670 μέτρων και σε απόσταση τριών ως επτά χιλιομέτρων από τις βόρειες ακτές της Σάμου».
Ανέφερε ακόμη ότι «το μεγαλύτερο βάθος της επιμηκυμένης λεκάνης της θάλασσας της Σάμου είναι 689 μέτρα. Εντυπωσιακά υποθαλάσσια φαράγγια με μήκος μέχρι και 2,7 χιλιόμετρα επικρατούν κατά μήκος των βόρειων ακτών της Σάμου, ενώ εντοπίστηκαν δύο μεγάλες υποθαλάσσιες κατολισθήσεις πλάτους 1,3 και 0,8 χλμ. στο θαλάσσιο χώρο βόρεια από το Καρλόβασι. Χαρτογραφήθηκε επίσης το ανατολικό περιθώριο του Ικάριου Πελάγους – το όριο της θάλασσας της Σάμου – που οροθετείται από την ενεργή ρηξιγενή ζώνη με διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ και μήκος 34 χλμ., που έχει μέτριες μορφολογικές κλίσεις και το οποίο διακόπτεται από δύο εντυπωσιακές κατολισθήσεις μεγάλης έκτασης. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν παρατηρηθεί πολλοί μετασεισμοί σε συνέχεια του κύριου σεισμού».
Όπως έδειξε η έρευνα, ο πυθμένας στη δυτική πλευρά της Σάμου παρουσιάζει μεγάλες μορφολογικές κλίσεις λόγω της ύπαρξης ενεργού ρήγματος με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ, που αποτελεί και το ΝΑ περιθώριο του Ικάριου Πελάγους και διακόπτεται από εντυπωσιακά υποθαλάσσια φαράγγια με διεύθυνση από ΝΑ προς ΒΔ μήκους 12 και 9,6 χλμ. αντίστοιχα. Χαρτογραφήθηκε επίσης η βόρεια πλευρά της Ικαρίας (νότιο περιθώριο του Ικάριου πελάγους), η οποία παρουσιάζει απότομες μορφολογικές κλίσεις λόγω της ύπαρξης ρηγμάτων με διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και Α-Δ και μήκος 18 και 16 χλμ. αντίστοιχα.
Με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, θα γίνει η κατασκευή ενός βαθυμετρικού χάρτη υψηλής ανάλυσης και η δημιουργία ενός υποθαλάσσιου μορφοτεκτονικού χάρτη, στον οποίο θα παρουσιάζονται όλα τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά του πυθμένα, σε συνδυασμό με την τεκτονική της περιοχής.
Τέτοιοι χάρτες έχουν ήδη κατασκευαστεί από την ερευνητική ομάδα του ΕΚΠΑ για το Βόρειο Αιγαίο, τη λεκάνη της Σκύρου, τη λεκάνη της Αμοργού, τη Σαντορίνη, την Κω και τη Νίσυρο. Θεωρούνται απαραίτητοι, σύμφωνα με την κα Νομικού, για όλο το Αιγαίο αλλά και το Ιόνιο Πέλαγος για την καταγραφή και εκτίμηση των υποθαλάσσιων γεωκινδύνων (σεισμοί, κατολισθήσεις, τσουνάμι κλπ).