Η κρίση της προέδρου Πρωτοδικών, η οποία αποτελεί νομολογία για τα αστικά χρονικά, δεν ακολουθεί τη συνήθη πρακτική της ελληνικής Δικαιοσύνης, σπάζοντας την «ομερτά» ότι μετά το χωρισμό τα παιδιά κατοικούν με τη μητέρα τους. Οπως άλλωστε τονίζεται στην υπ’ αριθμ. 662/2017 απόφαση, «παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται η αγάπη της μητέρας για το τέκνο της και η επιθυμία για ανάληψη της ευθύνης του, το βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειάς του είναι η μη διατάραξη του τρόπου ζωής του τέκνου, η διατήρηση της ψυχικής του ηρεμίας και η μη απομάκρυνσή του από πρόσωπα με τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένο, όπως ο πατέρας του και παππούδες του από την πατρική γραμμή».
Το ζευγάρι ήταν περισσότερο από 15 χρόνια μαζί, όταν τον Ιανουάριου του 2014 παντρεύτηκαν, μιας και ένα μήνα αργότερα θα ερχόταν στη ζωή ο γιος τους. Αποφάσισαν να μείνουν στην Εύβοια, από όπου καταγόταν ο πατέρας, και εκεί παρέμειναν για περίπου ένα χρόνο. Τότε, η μητέρα «έχοντας αποφασίσει να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή της, μετέβη στην Αθήνα προκειμένου να μισθώσει διαμέρισμα και να προβεί σε σχετικές απαραίτητες ενέργειες για τη μετεγκατάστασή της, στη συνέχεια δε ενημέρωσε το σύζυγο για την απόφασή της και αρχικά υπήρχε η διάθεση και στα δύο διάδικα μέρη να λυθεί ο γάμος με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου».
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ρόδινα. Οι δύο γονείς κατέληξαν στα δικαστήρια, τα οποία με προσωρινή διαταγή ανέθεσαν την επιμέλεια του παιδιού στη μητέρα, ενώ της επιτράπηκε να φύγει από την οικογενειακή στέγη αλλά και να λαμβάνει μηνιαία διατροφή για την ίδια και το γιο τους. Ετσι, εκείνη συνέχισε να κατοικεί στην Αθήνα, όπου και εργαζόταν, ενώ ο πατέρας του παιδιού παρέμεινε στην Εύβοια.
Αττική: Κλειστοί δρόμοι σήμερα, λόγω της επίσκεψης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου
Οταν, όμως, το λόγο πήρε το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας, τα δεδομένα άλλαξαν. Λαμβάνοντας υπόψη όσα ακούστηκαν στην ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τη διάρκεια του γάμου τους ο πατέρας ασχολούνταν με την ανατροφή του παιδιού και το φρόντιζε καθημερινά, ανταποκρινόμενος πλήρως στις καθημερινές του ανάγκες, με τη βοήθεια των γονέων του που μένουν στην ίδια οικοδομή. Αντίθετα, η μητέρα απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκειά της. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ο πατέρας «τρέφει αισθήματα αγάπης και στοργής για το ανήλικο τέκνο του, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιμέλεια του προσώπου του και τη σωστή ανατροφή του. Δεδομένου δε ότι αφενός μεν ο πατέρας του έχει μέχρι σήμερα κυρίως την επιμέλεια του ανηλίκου αφετέρου δε ότι η μητέρα του, κατά τη μετεγκατάστασή της στην Αθήνα και στην προσπάθειά της για ανεύρεση εργασίας και προσαρμογή σε έναν καινούργιο τρόπο ζωής, στερείται αρωγής από οικεία της πρόσωπα, παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται η αγάπη της μητέρας για το τέκνο της και η επιθυμία για ανάληψη της ευθύνης του, το βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειάς του είναι η μη διατάραξη του τρόπου ζωής του τέκνου, η διατήρηση της ψυχικής του ηρεμίας και η μη απομάκρυνσή του από πρόσωπα από τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένο, όπως ο πατέρας του και οι παππούδες του από την πατρική γραμμή».
Ετσι το δικαστήριο, «με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές του ανάγκες, κρίνει ότι το συμφέρον του ανηλίκου δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί στην προκείμενη περίπτωση από την παρουσία και των δύο γονέων του ή την ανάθεση αποκλειστικά στη μητέρα του της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του και η πλέον ενδεδειγμένη λύση επί του παρόντος για την όσο δυνατόν καλύτερη εξυπηρέτηση του ως άνω συμφέροντος του ανηλίκου είναι η προσωρινή ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του στον πατέρα του, ο οποίος έχει όλα τα απαιτούμενα προσόντα να επωμισθεί το λειτουργικό αυτό καθήκον και να ανταποκριθεί με επάρκεια σ’ αυτό».
Μάλιστα, η πρόεδρος Πρωτοδικών, η οποία χειρίστηκε την υπόθεση, δεν έκανε δεκτό ούτε το αίτημα της μητέρας να λάβει διατροφή μετά το διαζύγιο. «Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους οφείλεται στην υποτιμητική και προσβλητική για το πρόσωπό της συμπεριφορά, που αποδίδει στον αντίδικο σύζυγό της, δεν πιθανολογείται ως βάσιμος, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι η μόνη που κατέθεσε σχετικά ήταν η μάρτυρας -αδελφή της, η οποία κατοικεί στην Αθήνα, τους επισκεπτόταν σπάνια και ως εκ τούτου δεν έχει άμεση αντίληψη της καθημερινότητας της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων», καταλήγει.
Αντωνία Ξυνού
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου