Ρεπόρτερ του γερμανικού εντύπου βρέθηκε στην Νέα Ζίχνη και μίλησε με τους κατοίκους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ηλικιωμένοι. Ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο ήρθε σε επαφή το μέσο ήταν ο Δημήτριος Σταμένας, ιδιοκτήτης του παντοπωλείου «Τα έχουμε όλα». Ο 88χρονος, που συνέχιζε να εργάζεται στο κατάστημά του παρά το «προχωρημένο» της ηλικίας του («Τι να κάτσω να κάνω στο σπίτι;», είπε στη ρεπόρτερ), δήλωσε πως το χωριό του «σβήνει», χάνεται. Στις παλιές, καλές εποχές, σύμφωνα με τον ίδιο, στη Νέα Ζίχνη πραγματοποιούνταν 15 γάμοι την εβδομάδα. Πλέον γίνονται «μόνον τρεις…τον χρόνο», όπως επεσήμανε με απογοήτευση.
Το χωριό της Νέας Ζίχνης βρίσκεται σε απόσταση περίπου μίας ώρας με το αυτοκίνητο από την Θεσσαλονίκη. «Κάποτε, ήταν “ζωντανό” μέρος», αναφέρει η taz. Στον τριγύρω κάμπο, αγρότες καλλιεργούσαν καπνό μονοκαλλιέργειας, «γνωστό διεθνώς για την πρώτης τάξεως ποιότητά του». Η καλλιέργεια καπνού είναι επίπονη, αλλά παράγει αρκετά χρήματα, επισημαίνει η αρθρογράφος, Ferry Batzoglou. Το 1961, τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι έμεναν μόνιμα εκεί, όμως μετά «ήρθε η παρακμή»: Ο καπνός έχασε σταδιακά την αξία του στις αγορές της Ευρώπης και αλλού. Ταυτόχρονα, η Νέα Ζίχνη δεν έχει ούτε βουνά ούτε θάλασσα. Οι κοντινότερες παραλίες είναι πολύ μακριά για να προσελκύσουν παραθεριστές στο χωριό, το οποίο σήμερα αριθμεί μόνο 1.000 κατοίκους.
«Είναι το τέλος μίας εποχής», λέει στην taz ο φούρναρης Νίκος Τζιάρος. «Οι νέοι απομακρύνονται, ειδικά προς το εξωτερικό. Παλιά, το χωριό μας είχε πράγματα να προσφέρει, ακόμα και για τους νεότερους. Υπήρχαν πολλές καφετέριες, ταβέρνες, ακόμη και κινηματογράφος. Σήμερα, αν κάτσεις σπίτι και δε βγεις έξω, ξέρεις ότι δε χάνεις και κάτι».
Η 28χρονη Βάγια Καραγκιόζογλου, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Νέα Ζίχνη, σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη και τώρα εργάζεται στην Ελβετία ως γυναικολόγος. «Από τις επτά το πρωί ως τις πέντε το απόγευμα που δουλεύω, έχουμε πολλές γεννήσεις, κάθε μέρα», λέει στην taz. Η νεαρή γιατρός διατηρεί πλέον λίγες επαφές με το χωριό της. Πριν δύο χρόνια, ταξίδεψε για λίγες ημέρες στη Νέα Ζίχνη για να παντρευτεί τον σύντροφό της, που κατάγεται από ένα γειτονικό χωριό και μετά επέστρεψαν γρήγορα στην Ελβετία.
Δημογραφικό: Πανελλαδικό το πρόβλημα της υπογεννητικότητας
Η μείωση του πληθυσμού δεν αφορά, φυσικά, μόνον τη Νέα Ζίχνη, αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα. Μόνο δύο από τις δεκατρείς ελληνικές περιφέρειες έχουν αυξήσει στον πληθυσμό τους τα τελευταία δέκα χρόνια: η Κρήτη και η περιοχή του Νοτίου Αιγαίου, «χάρη στα αναπτυσσόμενα τουριστικά κέντρα της Ρόδου, της Κω, της Μυκόνου και της Σαντορίνης», επισημαίνει η taz.
Από το 2011 ως το 2021, ο πληθυσμός της Αθήνας μειώθηκε κατά 0,4%, ενώ στη Θεσσαλονίκη μειώθηκε κατά 1,5%.
Η δημογραφική πτώση πλήττει χειρότερα την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, με πτώση της τάξεως του 10,3% την περίοδο 2011-2021. Ακολουθούν η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη (-7,6%), η κεντρική Ελλάδα (-7,1%), και η Πελοπόννησος (-6,6%).
Ινδία: Ταχύπλοο του Πολεμικού Ναυτικού εμβόλισε επιβατηγό πλοίο – Τουλάχιστον 13 άνθρωποι σκοτώθηκαν
Ταυτόχρονα, 64.260 περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν στην Ελλάδα το 2022 από ό,τι γεννήθηκαν – ένα νέο αρνητικό ρεκόρ. Με άλλα λόγια, σχεδόν ο διπλάσιος αριθμός ανθρώπων πέθαναν στην Ελλάδα από ό,τι γεννήθηκαν. Συγκριτικά, το 1932 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 185.523, σχεδόν δυόμισι φορές περισσότερες από το 2022. Την ίδια στιγμή, μόλις 117.593 Έλληνες κάτοικοι πέθαναν το 1932, δηλαδή πολύ λιγότεροι σε σχέση με ενενήντα χρόνια αργότερα. Ως αποτέλεσμα, το πλεόνασμα γεννήσεων εκείνη την εποχή ήταν ακόμα 67.930.
Η συνεχιζόμενη «υπεροχή» των θανάτων έναντι των γεννήσεων, ξεκίνησε το 2015, στο απόγειο της καταστροφικής ελληνικής κρίσης. Από το 2015 έως και το 2022, γεννήθηκαν συνολικά 335.315 λιγότερα παιδιά στην Ελλάδα, σε σχέση με τους ανθρώπους που πέθαναν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα, δεδομένου του συρρικνούμενου πληθυσμού της, είναι τα χωριά της που πεθαίνουν, καταλήγει η taz. «Είτε στην Πελοπόννησο, είτε στη δυτική Ελλάδα ή την κεντρική Ελλάδα: Τα φώτα σβήνουν σε χιλιάδες μέρη», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Τα χωριά που πεθαίνουν είναι τα επίκεντρα της πληθυσμιακής μείωσης, κάτι το μη αναστρέψιμο».
«Γερνάει» και η Γερμανία
Η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση των γεννήσεων δεν αποτελεί μόνον ελληνικό πρόβλημα, αλλά εντοπίζεται ευρύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, απ’ όπου προέρχεται η εφημερίδα που φιλοξένησε το ρεπορτάζ για τη Νέα Ζίχνη, μόλις ένας στους δέκα ανθρώπους (10%) ήταν 65 ετών ή μεγαλύτερος το 1950, ενώ το 2021, το ποσοστό των 65+ αυξήθηκε σε περισσότερο από το ένα πέμπτο (22%).
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας, ένας λόγος για τη μεταβαλλόμενη ηλικιακή δομή του πληθυσμού είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Ενώ οι άνδρες στη Γερμανία είχαν μέσο προσδόκιμο ζωής 64,6 ετών όταν γεννήθηκαν γύρω στο 1950, μέχρι το 2020 ο αριθμός αυτός είχε ήδη αυξηθεί στα 78,5 χρόνια. Το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες αυξήθηκε από τα 68,5 χρόνια στα 83,4 χρόνια, κατά την ίδια περίοδο. Ενώ, βέβαια το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε σημαντικά και για τα δύο φύλα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η αύξηση έχει επιβραδυνθεί από τότε. Φυσικά, αυτό συνδέεται με τις επιπτώσεις των εξαιρετικά ισχυρών κυμάτων γρίπης και της πανδημίας του κορωνοϊού.
Εκτός από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η απότομη μείωση των γεννήσεων τις τελευταίες δεκαετίες επίσης παίζει ρόλο στη γήρανση της γερμανικής κοινωνίας. Το 1950, περίπου 1,1 εκατομμύρια παιδιά γεννήθηκαν στη Γερμανία, ενώ το 2022 οι γεννήσεις ήταν περίπου 739.000. Ο αριθμός των γεννήσεων αυξήθηκε ιδιαίτερα απότομα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και έφτασε στο απόγειό του το 1964 με σχεδόν 1,4 εκατομμύρια νεογέννητα. Έπειτα, όμως, ακολούθησε απότομη μείωση των γεννήσεων. Ο χαμηλότερος αριθμός γεννήσεων από το 1946 μέχρι σήμερα καταγράφηκε το 2011, αφού μόλις 662.700 παιδιά γεννήθηκαν εκείνη τη χρονιά.
Ο αριθμός των θανάτων στη Γερμανία αυξήθηκε επίσης, από τους περίπου 750.000 στους σχεδόν ένα εκατομμύριο, μεταξύ 1950 και 1970. Ωστόσο, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε σημαντικά τη δεκαετία του 1970, ο αριθμός των θανάτων υπέστη λιγότερο δραματικές αλλαγές. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία έχει γεννητικό έλλειμμα από το 1972, που σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ό, τι γεννιούνται παιδιά. Το 2022, στη χώρα γεννήθηκαν 739.000 μωρά, ενώ πέθαναν 1.066.000 άνθρωποι, δηλαδή καταγράφηκνα 327.000 θάνατοι περισσότεροι από ό,τι γεννήσεις.