Όταν μιλάμε για «superfakes», προφανώς δεν αναφερόμαστε σε προϊόντα που μπορεί να ξεσηκώσει κανείς από πάγκους στο Μοναστηράκι ή να προμηθευτεί από πλανόδιους πωλητές έξω από το μετρό. Οι φθηνές αυτές απομιμήσεις είναι συνηθως αξιογέλαστες, είτε λόγω των ορθογραφικών λαθών στην ετικέτα, είτε λόγω των κακής ποιότητας υλικών που τόσο εμφανώς έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους. Υπάρχει λόγος που τα superfake προϊόντα έχουν μπροστά το super – και αυτός είναι ότι οι 9,5/10 δεν θα μπορούσαν με τίποτα να καταλάβουν ότι δεν είναι αυθεντικά.
Superfakes… «made in China»
Όπως πολλές από τις περισσότερο «φτηνιάρικες» απομιμήσεις, έτσι και τα superfakes προέρχονται, στην πλειοψηφία τους, από την Κίνα. Για να βρει κανείς τους πωλητές των συγκεκριμένων προϊόντων, δε χρειάζεται να «σκάψει» σε μυστήρια forums στο dark web. Αντίθετα, ακόμα και σε πλατφόρμες όπως το Reddit ή το Quora βρίσκει κανείς συζητήσεις «φανατικών» των superfakes, που επιδεικνύουν φωτογραφίες των τέλειων αντιγράφων που έχουν αποκτήσει, συγκρίνουν τιμές και εξηγούν στους υπόλοιπους πού τα προμηθεύτηκαν. Μία τσάντα Chanel 2.55 των 10.200 δολαρίων μπορεί να αγορασθεί για 390 δολάρια, μία Gucci των 3.250 δολαρίων «πέφτει» στα 110 δολάρια και μία Birkin, που κανονικά κοστίζει 9.750 δολάρια, διατίθεται από τους πωλητές των superfakes στην προνομιακή τιμή των 195 δολαρίων.
Όπως λέει στους New York Times ο Bob Barchiesi, πρόεδρος του Διεθνούς Συνασπισμού κατά της Παραχάραξης, τα superfakes είναι ικανά να εξαπατήσουν ακόμη και το πιο καλά εκπαιδευμένο μάτι. «Είναι ένα διάχυτο, τεράστιο πρόβλημα», επισημαίνει. Ο Hunter Thompson, ο οποίος επιβλέπει τη διαδικασία ελέγχου αυθεντικότητας στον ιστότοπο εμπορίας πολυτελών προϊόντων RealReal, εξηγεί: «Έχουμε φθάσει στο σημείο να βλέπουμε τέλειες απομιμήσεις καινούργιων προϊόντων μέσα στην ίδια σεζόν».
Αυτό που κάποτε αποτελούσε μία πονηρή καινοτομία έχει εξελιχθεί σε μια γιγαντιαία αγορά. Το 2016, μια γυναίκα από τη Βιρτζίνια καταδικάστηκε επειδή αγόραζε επώνυμες τσάντες αξίας 400.000 δολαρίων από πολυκαταστήματα, επέστρεφε στα καταστήματα απομιμήσεις υψηλής ποιότητας και μεταπωλούσε τις πραγματικές τσάντες με τεράστιο κέρδος. Οι έμποροι χρειάστηκαν αρκετό καιρό για να αντιληφθούν την απάτη. Με τα χρόνια, η άνοδος των social media και η αύξηση των διαδικτυακών αγοραπωλησιών μέσα στην καραντίνα έβαλαν «φωτιά» στο ενδιαφέρον των καταναλωτών για τα superfakes, το οποίο αυξήθηκε έτι περαιτέρω εξαιτίας του αχαλίνωτου πληθωρισμού. Εάν κάποιος έχει βάλει «στο μάτι» μία τσάντα αξίας 10.000 δολαρίων, δεν θα το φιλοσοφήσει ιδιαίτερα προτού προμηθευτεί – εν πολλοίς το ίδιο- προϊόν, μόλις στο 1/100 της τιμής του.
Ποιοι πουλάνε superfakes; – Το προφίλ των προμηθευτών και η διαδικασία αγοράς
Εάν ψάξετε προμηθευτές superfakes στο διαδίκτυο, θα βρεθείτε αντιμέτωποι με πωλητές που χρησιμοποιούν ένα σύντομο ψευδώνυμο – τύπου Linda, mr. Bao, ή Aooki. Επικοινωνώντας μαζί τους, θα συζητήσετε για το μοντέλο που σας ενδιαφέρει και εκείνοι, με αξιοθαύμαστο επαγγελματισμό, θα σας αποστείλουν δεκάδες εικόνες του προϊόντος για να κάνετε έναν εξ αποστάσεως «ποιοτικό έλεγχο», προτού προβείτε στην παραγγελία. Αν σας φανούν όλα εντάξει, μένει να επιλέξετε χρώμα και να πληρώσετε τον πωλητή.
Οι πωλητές των superfakes συνήθως ζητούν πληρωμή μέσω ανώνυμων τρόπων, όπως τα Bitcoin, ή μέσω προπληρωμένων δωροκαρτών, όπως οι κάρτες Amazon ή iTunes. Αυτοί οι τρόποι πληρωμής επιτρέπουν στους πωλητές να αποφύγουν την ανίχνευση και να διατηρήσουν την ανωνυμία τους. Αφού τακτοποιήσετε τα της πληρωμής, το προϊόν που έχετε παραγγείλει θα βρεθεί στο κατώφλι σας μέσα σε περίπου 3-4 εβδομάδες.
Ποιο είναι, όμως, το προφίλ των πωλητών; Οι New York Times κατάφεραν να επικοινωνήσουν με μία γυναίκα ονόματι Kelly – τουλάχιστον, αυτό είναι το όνομα που χρησιμοποιεί στο WhatsApp για να έρχεται σε επαφή με τους πελάτες. Η Kelly εργαζόταν στην αγορά ακινήτων στην Σαγκάη, αλλά κουράστηκε να κάνει το μακρύ ταξίδι από και προς τη δουλειά της κάθε μέρα. Τώρα, εργαζόμενη από το σπίτι της στο Guangzhou, «συχνά κλείνει μια συμφωνία για ένα Gucci Dionysus ή Fendi Baguette στο τηλέφωνό της με το ένα χέρι, ενώ μαγειρεύει το μεσημεριανό γεύμα για την 8χρονη κόρη της με το άλλο». Αν και βρίσκει την νέα της δουλειά αρκετά «μπελαλίδικη», θεωρεί εξαιρετική την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής που της προσφέρει.
Ως εκπρόσωπος πωλήσεων για αντίγραφα, η Kelly κερδίζει έως και 30.000 γιουάν, ή περίπου 4.300 δολάρια τον μήνα, αν και έχει ακούσει για «μεγάλα κεφάλια» που κερδίζουν έως και 200.000 γιουάν τον μήνα καθαρά – κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 350.000 δολάρια το χρόνο.
Σε μια καλή μέρα, η Kelly μπορεί να πουλήσει περισσότερες από 30 αστραφτερές Chloé και Yves Saint Laurent, σε μια πελατεία που αποτελείται κυρίως από Αμερικανίδες. «Αν μια τσάντα μπορεί να αναγνωριστεί ως ψεύτικη», επισημαίνει, «δεν είναι μια αξιόλογη αγορά για τον πελάτη, επομένως πουλάω μόνο τσάντες υψηλής ποιότητας αλλά και δελεαστικά προσιτές — 200 ή 300 δολάρια είναι μία αρκετά θελκτική τιμή». Η Kelly κρατά περίπου το 45 τοις εκατό κάθε πώλησης, από το οποίο πληρώνει τα μεταφορικά, τις απώλειες και άλλα έξοδα. Το υπόλοιπο συνδέεται με ένα δίκτυο κατασκευαστών που μοιράζονται τα έσοδα για να πληρώσουν για γενικά έξοδα, υλικά και μισθούς. Όταν ένας πελάτης συμφωνεί να παραγγείλει μια τσάντα από την Kelly, εκείνη επικοινωνεί με έναν κατασκευαστή, ο οποίος κανονίζει να βγει μια τσάντα Birkin από την αποθήκη και να μπει σε ένα κουτί αποστολής χωρίς σήμανση, σε μια εβδομάδα περίπου.
Χορός δισεκατομμυρίων
Στο Guangzhou, απ’ όπου πιστεύεται ότι προέρχεται η συντριπτική πλειονότητα των superfakes, οι ειδικοί έχουν εντοπίσει δύο βασικούς παράγοντες που συντελούν στην αστραπιαία παραγωγή των παράνομων προϊόντων: την εξέλιξη στην τεχνολογία κατασκευής τσαντών και την εξειδίκευση, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των κατασκευαστών. Ο νεοϋορκέζος δικηγόρος για ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, Harley Lewin, εξηγεί το γιατί ο εντοπισμός των συγκεκριμένων εγκληματιών έχει καταστεί πλέον ιδιαίτερα δύσκολος: Οι επιχειρήσεις παραχάραξης δεν έχουν πια το σχήμα «πυραμίδας», όπου, εντοπίζοντας έναν παραβάτη, μπορείς εύκολα να φθάσεις στους υψηλά ιστάμενους της επιχείρησης.
«Σήμερα, οι επιχειρήσεις αυτές λειτουργούν με τα λεγόμενα “μπλοκ” – Μπορεί να υπάρχει ένα μπλοκ χρηματοδοτών, ένα μπλοκ σχεδιαστών και ένα μπλοκ κατασκευαστών, που δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Αν εξαρθρώσεις ένα μπλοκ, θα αντικατασταθεί από ένα καινούργιο μέσα σε μόλις 10 λεπτά», αναφέρει. «Το άτομο που πιάνεις δεν ξέρει τίποτα, ή ξέρει πολύ λίγα για το ποιος οργανώνει τι και πού πηγαίνουν τα προϊόντα».
Πράγματι, η Kelly, παρόλο που έχει πουλήσει κάθε χρωματική παραλλαγή της Louis Vuitton Neverfull, πιάνει στα χέρια της τις τσάντες μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, για να ελέγξει την ποιότητα. Οι πωλητές δεν διαθέτουν απόθεμα. Λειτουργούν ως το μπλοκ του μάρκετινγκ που επικοινωνεί με τον καταναλωτή, διαθέτοντας ελάχιστη γνώση του τρόπου λειτουργίας άλλων μπλοκ. Η Kelly λαμβάνει καθημερινά μηνύματα από έναν σύνδεσμο σε κάθε κατάστημα, που την ενημερώνει για την παραγωγή. «Τα εργοστάσια δεν μας λένε πού βρίσκονται», αποκαλύπτει.
Όσο για το πώς τα superfakes πετυχαίνουν να είναι τόσο αληθοφανή, ο Lewin, ο οποίος έχει παρατηρήσει τα εργοστάσιά τους από μέσα, κάνει λόγο για έναν συνδυασμό μεγάλης δεξιοτεχνίας και υψηλής ποιότητας πρώτων υλών. Ορισμένοι κατασκευαστές superfakes ταξιδεύουν στην Ιταλία για να προμηθευτούν από τις ίδιες αγορές δέρματος που χρησιμοποιούν οι οίκοι μόδας. Άλλοι αγοράζουν τις πραγματικές τσάντες για να εξετάσουν κάθε βελονιά. Οι κινεζικές αρχές έχουν ελάχιστα έως καθόλου κίνητρα να κλείσουν αυτές τις επιχειρήσεις, δεδομένης της συνεισφοράς τους στις τοπικές οικονομίες, της πιθανής αμηχανίας για τους τοπικούς υπουργούς και του σταθερού «ξεφτίσματος» των πολιτικών δεσμών της Κίνας με τα δυτικά έθνη. «Αποφεύγουν τους φόρους», λέει ο Lewin. «Οι συνθήκες εργασίας είναι τρομερές. Αλλά όλα αυτά οδηγούν στο να βγει ένα αντίγραφο πολύ υψηλής ποιότητας με πολύ χαμηλό κόστος».
Πώς ξεχωρίζω τα superfakes;
Ένας επαγγελματίας που ασχολείται με τον έλεγχο της αυθεντικότητας των προϊόντων και μίλησε ανώνυμα στους NY Times, σχολίασε πως τα superfakes είναι πολλές φορές τόσο καλοφτιαγμένα, ώστε να πρέπει να εστιάσεις στις λεπτομέρειες για να βγάλεις άκρη. «Συχνά τσεκάρουμε αν μια τσάντα έχει 8 ή 9 βελονιές στο εσωτερικό της…τα προϊόντα περνούν ακόμη και από ακτίνες Χ, ενώ πολλές φορές η αφή και η όσφρηση μας βοηθούν να βγάλουμε συμπεράσματα», λέει.
Αυτός και οι συνάδελφοί του έχουν διάφορες θεωρίες για το πώς τα superfakes που συναντούν είναι τόσο καλά: «Υποπτευόμαστε ότι πίσω από αυτά μπορεί να κρύβεται κάποιος που εργάζεται στη Chanel ή στην Hermès και που παίρνει σπίτι του αληθινά δέρματα. Νομίζω ότι τα εξαιρετικά αντίγραφα πρέπει να προέρχονται από ανθρώπους που εργάζονται για τις εταιρείες που αντιγράφουν», δηλώνει. Το γεγονός ότι και οι ίδιοι οι οίκοι, ανταποκρινόμενοι στους ταχείς ρυθμούς της εποχής μας, αλλάζουν πλέον πολύ συχνά τα ίδια τους τα σχέδια, καθιστά ακόμη δυσκολότερο το έργο όσων προσπαθούν να ξεχωρίσουν τα αυθεντικά προϊόντα από τις απομιμήσεις τους.
Αν και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες για να εντοπίσουν τα πλαστά προϊόντα, έχοντας κατασχέσει περισσότερες από 300.000 ψεύτικες τσάντες και πορτοφόλια το οικονομικό έτος 2022, ο τεράστιος όγκος των πλαστών εισαγωγών σημαίνει ότι οι αρχές είναι σε θέση να επιθεωρήσουν, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μόλις το 5 τοις εκατό των superfakes που φθάνουν ετησίως στις ΗΠΑ.
Τι πιστεύουν οι πελάτες
Όσον αφορά τους πελάτες; Για πολλούς από αυτούς, ειδικά τους νεότερους, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στην αγορά ενός fake αντιγράφου του σχεδίου που τους αρέσει. Σε έναν κόσμο γεμάτο «απατεωνιές» και κακής ποιότητας προϊόντα, είτε μιλάμε για σκιές ματιών και κρέμες, είτε για για ηλεκτρονικές συσκευές, η αγορά των superfakes αποτελεί ένα κοινό μυστικό, που προσφέρει χαρά σε χιλιάδες καταναλωτές.
Μια τσάντα «είναι ένα αντικείμενο μαζικής παραγωγής — δεν είναι ένα κομμάτι που εκτίθεται σε μουσείο», δηλώνει στους NY Times η Kirstin Chen, η οποία εμπνεύστηκε να γράψει το μυθιστόρημά της «Counterfeit» από τη γυναίκα στη Βιρτζίνια που εξαπατούσε πολυκαταστήματα. Η Jordan T. Alexander, μια 29χρονη δημιουργός του TikTok που κάνει βίντεο για απομιμήσεις τσαντών, σχολίασε ότι μερικές φορές τις θεωρεί «εκδημοκρατισμό της μόδας».
Η Trina, μια γυναίκα που πουλάει εισαγόμενα αντίγραφα σε πελάτες στο Λας Βέγκας, λέει ότι το μεγαλύτερο πάθος για τα superfakes εντοπίζονται μεταξύ των έγχρωμων γυναικών της μεσαίας τάξης που θέλουν να έχουν πρόσβαση σε έναν διαφορετικό κόσμο: «Μια τσάντα δίνει σε μια γυναίκα μία πιο αριστοκρατική συμπεριφορά. Η γυναίκα που βγαίνει από το σούπερ μάρκετ, μπαίνει στο όχημά της ή οτιδήποτε άλλο, νιώθει καλά; Αυτό είναι το θέμα».
Εν όψει της διευρυνόμενης ανισότητας πλούτου σε όλο τον κόσμο, δεν είναι πια της μόδας να κρατάς πραγματικά ακριβά πράγματα. Η ηθοποιός Jane Birkin, που δάνεισε το όνομά της στην τσάντα «Birkin» της Hermès, σηκώνει τους ώμους όταν ερωτάται για τις απομιμήσεις: «Είναι πολύ ωραίο που όλοι έχουν μία τέτοια τσάντα ή θέλουν να την αποκτήσουν», είπε στη Vogue το 2011. «Αν οι άνθρωποι θέλουν το αληθινό, είναι εντάξει. Αν προτιμούν να πάρουν ένα αντίγραφο, είναι εντάξει, επίσης. Πραγματικά, δεν νομίζω ότι έχει σημασία».
Ειδήσεις σήμερα