Μετά από αρκετούς μήνες παρακολούθησης και σχεδιασμού, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εντόπισαν το ασφαλές σπίτι του στην Καμπούλ (προ μηνών). Ηταν περισσότερο ένα συμβολικό παρά επιχειρησιακό χτύπημα, καθώς τα franchises της Αλ Κάιντα σε παγκόσμιο πλαίσιο παίρνουν τις αποφάσεις τους ως επί το πλείστον σε καθημερινή βάση, ενώ ο αρχηγός του δικτύου ήταν άρρωστος και άλλοι είχαν το πάνω χέρι στις αποφάσεις.
Ο Αιγύπτιος γιατρός ήταν λιγότερο χαρισματικός και αποτελεσματικός από τον προκάτοχό του, Μπιν Λάντεν, βίωσε μια σειρά από διασπάσεις στο δίκτυο, ως και μια μείωση της επιρροής του μετά την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους. Αλλά η απώλεια των τεράστιων παγκόσμιων δικτύων του και η μακροχρόνια θέση του εντός του οργανισμού είναι πιθανό να έχουν υπολογίσιμες επιπτώσεις, καθώς τα ερωτήματα στρέφονται τώρα στη διαδοχή. Το να ονομάσουμε έναν νέο ηγέτη θα είναι πολύ δύσκολο, γιατί κανείς άλλος δεν έχει πραγματικά το ίδιο ανάστημα μέσα στην οργάνωση, την ίδια εμπειρία και σύνδεση με καθημερινούς τζιχαντιστές σε όλο τον κόσμο. Η εύρεση μιας νέας συναινετικής φιγούρας, που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τους εξέχοντες ηγέτες, ως και τους διοικητές των επιμέρους ομάδων της, θα αποτελέσει πραγματικό ζήτημα.
Μια πολύ πρόσφατη έκθεση του Σ.Α./ΟΗΕ, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, σχετικά με την Αλ Κάιντα και την οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (που είναι στη διάθεση του υπογράφοντα) ανέφερε τέσσερις πιθανούς διαδόχους του Ζαουάχρι.
Πρώτος -και θεωρείται ευρέως ως ο πιο πιθανός νέος ηγέτης- είναι ο δεύτερος στην ομάδα, ο Σαΐφ αλ Αντέλ. Ο 62χρονος είναι πρώην Αιγύπτιος στρατιωτικός, ο οποίος εντάχθηκε στην Αλ Κάιντα και έγινε ο επικεφαλής ασφαλείας του Μπιν Λάντεν. Ο Aντέλ καταζητείται από το FBI από το 2001 για τις βομβιστικές επιθέσεις του 1998 στις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Τανζανία και την Κένυα. Επί του παρόντος είναι επικεφαλής του στρατιωτικού σχεδιασμού της Αλ Κάιντα. Το βασικό ερώτημα είναι από πού θα κατηύθυνε τα πράγματα ο Αλ Αντέλ. Από το Ιράν, το Αφγανιστάν, την Αφρική ή από κάπου αλλού; Εδώ και χρόνια βρίσκεται στο Ιράν.
Ο δεύτερος ισχυρότερος υποψήφιος είναι ο Aμπντ αλ Ραχμάν αλ Μαγκρίμπι. Είναι γεννημένος στο Μαρόκο, επικεφαλής των ΜΜΕ της Αλ Κάιντα. Ο Μαγκρίμπι, ο οποίος εκπαιδεύτηκε ως μηχανικός υπολογιστών, είναι ο γαμπρός του Ζαουάχρι. Αυτός και ο Aντέλ θα αντιμετωπίσουν το ίδιο εμπόδιο αν θέλουν να πάρουν το τιμόνι του τρομοκρατικού δικτύου: Και οι δύο φέρεται να έχουν βάση στο Ιράν. Μια κίνηση της Αλ Κάιντα να διορίσει έναν ηγέτη με έδρα το Ιράν θα προσθέσει άλλο ένα στρώμα εντάσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης, εν μέσω των τελματωμένων διαπραγματεύσεων για τα πυρηνικά του Ιράν. Ο πρώην δεύτερος αρχηγός της Αλ Κάιντα, ο Αμπού Μοχάμεντ αλ Μάσρι, σκοτώθηκε στην Τεχεράνη το 2020 από Ισραηλινούς πράκτορες κατόπιν εντολής της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με αξιωματούχους των υπηρεσιών πληροφοριών.
Ουκρανία: «Τεράστιες εκρήξεις» στη Σούμι μετά από ρωσικά πλήγματα – Δύο νεκροί
Τα δύο άλλα ονόματα που αναφέρονται στην έκθεση του ΟΗΕ είναι ηγέτες ομάδων συνδεδεμένων με την Αλ Κάιντα σε διάφορες περιοχές. Ο ένας είναι ο Γιαζίντ Mεμπράκ, ένας Αλγερινός που ηγείται της Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ (AQIM). Ο Mεμπράκ ορκίστηκε πίστη στον Zαουαχίρι όταν ανέλαβε το ρόλο του το 2020.
Ο τέταρτος υποψήφιος είναι ο Aχμέτ Ντιρίγιε, εμίρης της σομαλικής τρομοκρατικής ομάδας Αλ Σαμπάμπ, που ανακοίνωσε τη συγχώνευση με την Αλ Κάιντα το 2012. Επί του παρόντος η Αλ Κάιντα δεν έχει τη δυνατότητα να διαπράξει τρομοκρατικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας στις δυτικές χώρες, ίσως ούτε και την πρόθεση. Η παραδοσιακή οργάνωση και το δίκτυο της Αλ Κάιντα είναι σε μεγάλο βαθμό αποσυναρμολογημένα και αποδεκατισμένα. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε απάντηση ή αντίποινα για τη δολοφονία του Ζαουάχρι μπορεί να προέλθει μόνο από τα επιμέρους τμήματα (ιδιαίτερα στην Αφρική) ή μέσω επιθέσεων «μοναχικών λύκων» εναντίον των συμφερόντων και του προσωπικού των ΗΠΑ μέσα στις ΗΠΑ ή πέρα από αυτές.
ΗΠΑ – ΤΑΛΙΜΠΑΝ
Κόντρα για την Συμφωνία της Ντόχα
Η Συμφωνία της Ντόχα, που συνήφθη μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν πριν από περίπου δύο χρόνια, αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης μετά τη στοχευμένη δολοφονία του ηγέτη της Αλ Κάιντα, Ζαουάχρι. Ο τελευταίος έχασε τη ζωή του από ένα αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος. Μιλώντας το απόγευμα της Δευτέρας, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε ότι «η δικαιοσύνη αποδόθηκε» και η Ουάσιγκτον δεν θα επιτρέψει στο Αφγανιστάν να γίνει ξανά «ασφαλές καταφύγιο για τους τρομοκράτες». Ενώ ο Μπάιντεν δεν έκανε καμία αναφορά στους Ταλιμπάν ή στην Ντόχα, ο υπεξ των ΗΠΑ, και πολύ βαθύς γνώστης των θεμάτων, Αντονι Μπλίνκεν, εξέδωσε αργότερα μια σφοδρή επίπληξη προς τους Ταλιμπάν για την «απροθυμία ή αδυναμία» τους να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν κατά τη Συμφωνία της Ντόχα του 2020 με τις ΗΠΑ, που τερμάτισε τον μεγαλύτερο χρονικά πόλεμο των ΗΠΑ.
«Με τη φιλοξενία και τη στέγαση του αρχηγού της Αλ Κάιντα στην Καμπούλ, οι Ταλιμπάν παραβίασαν κατάφωρα τη Συμφωνία της Ντόχα και τις επανειλημμένες τους διαβεβαιώσεις στον κόσμο ότι δεν θα επιτρέψουν τη χρήση του αφγανικού εδάφους από τρομοκράτες για να απειλήσουν την ασφάλεια άλλων χωρών», είπε. Πρόσθεσε ότι η επιχείρηση με drone έγινε για να προστατεύσει τους Αμερικανούς από τρομοκρατικές απειλές που προέρχονται μέσα από το Αφγανιστάν, προσθέτοντας ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να υποστηρίζει τον αφγανικό λαό με «ισχυρή ανθρωπιστική βοήθεια».
Ωστόσο, οι Ταλιμπάν, οι οποίοι επέστρεψαν στην εξουσία στο Αφγανιστάν τον περασμένο Αύγουστο, καταδίκασαν την ενέργεια και χωρίς να κατονομάσουν τον Ζαουάχρι, ισχυρίστηκαν ότι ήταν παραβίαση της Συμφωνίας της Ντόχα. «Τέτοιες ενέργειες αποτελούν επανάληψη των αποτυχημένων εμπειριών των τελευταίων 20 ετών και είναι ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ, του Αφγανιστάν και της περιοχής», δήλωσε ο επικεφαλής εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ.
Η Συμφωνία της Ντόχα που αναφέρθηκε και από τις δύο πλευρές προκάλεσε ήδη μεγάλη συζήτηση -μόλις μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του χτυπήματος- σχετικά με το ποιος την παραβίασε και ποιες συνέπειες, αν υπάρχουν, θα είχε ως αποτέλεσμα αυτή η κίνηση. Είναι μια Συμφωνία που υπάρχει μόνο στην «ποιότητα της εμπιστοσύνης» μεταξύ των δύο μερών. Και αυτή η εμπιστοσύνη διαβρώνεται σοβαρά και ενδέχεται να προκαλέσει υποτροπή…