Σε χθεσινή δήλωσή του, ο πρόεδρος Μπάιντεν απέδωσε την επίθεση σε φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές που έχουν πραγματοποιήσει σχεδόν 160 επιθέσεις σε βάσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία (Αϊν αλ Ασαντ, Ερμπίλ, Χασάκα, Αλ Τανφ κ.ά.) από τις 17 Οκτωβρίου λέγοντας: «…Ξέρουμε ότι το drone εκτοξεύτηκε από ριζοσπαστικές μαχητικές οργανώσεις που υποστηρίζονται από το Ιράν στη Συρία και το Ιράκ». Σύμφωνα με πληροφορίες του υπογράφοντα από την έδρα της Κεντρικής Διοίκησης/CENTCOM των ΗΠΑ (Τάμπα-Φλόριντα), ως και το προωθημένο αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων στην Ντόχα του Κατάρ (βάση Αλ Ουντέιντ), αναμένονται ισχυρά ανταποδοτικά αεροπυραυλικά πλήγματα σε βάρος των συγκεκριμένων αντιαμερικανικών οργανώσεων σε Ιράκ, Συρία ή και σε άλλες περιοχές της Μ. Ανατολής.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν διευκρίνισαν ποια ομάδα υποπτεύονται πιο πολύ ότι πραγματοποίησε την επίθεση, αλλά δύο ιρακινές ομάδες (η Kata’ib Hezbollah και το κίνημα Nujaba) φέρονται να είναι υπεύθυνες για τις περισσότερες από τις επιθέσεις στις αμερικανικές δυνάμεις μέχρι σήμερα. Και οι δύο οργανώσεις (αλλά και μία ευρύτερη οργάνωση του άξονα αντίστασης), αν και εδρεύουν στο Ιράκ, δραστηριοποιούνται και στη Συρία, ενώ αρκετά προηγούμενα αντίποινα των ΗΠΑ έχουν στοχεύσει κέντρα διοίκησης και εγκαταστάσεις αποθήκευσης και των δύο.
Η δήλωση του Μπάιντεν άφησε ελάχιστη αμφιβολία ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ στην περιοχή θα πραγματοποιήσουν λίαν προσεχώς εκτεταμένα αντίποινα ως απάντηση, προσθέτοντας: «Και μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα ζητήσουμε από όλους τους υπευθύνους να λογοδοτήσουν τη στιγμή και με τον τρόπο που θα επιλέξουμε». Ταυτόχρονα, οι τρεις θάνατοι θα επιβεβαιώσουν πολλούς ειδικούς και αξιωματούχους των ΗΠΑ ότι οι προσπάθειες των ΗΠΑ να συγκρατήσουν τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς ήταν μέχρι τώρα ανεπιτυχείς. Η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη εμπλακεί βαθύτερα σε μια περιφερειακή σύγκρουση τροφοδοτήθηκε και από την κλιμάκωση των αμερικανο-βρετανικών επιθέσεων κατά των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη, οι οποίοι εκτοξεύουν πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη κατά των εμπορικών πλοίων που διέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα.
Η τελευταία επίθεση στη βάση «Πύργος 22» (εντός της Ιορδανίας) στη σημαντική διευρυμένη εκτασιακά βάση Αλ Τανφ (εντός του νοτιοσυριακού εδάφους) ήρθε λίγες μόνο ημέρες αφότου Αμερικανοί στρατιωτικοί ανακοίνωσαν ότι ξεκίνησαν επίσημες συνομιλίες με Ιρακινούς ηγέτες για τον αριθμητικό περιορισμό της στρατιωτικής αποστολής των ΗΠΑ στη χώρα, η οποία περιλαμβάνει τώρα 2.500 Αμερικανούς στρατιωτικούς που συμβουλεύουν τις κυβερνητικές δυνάμεις του Ιράκ για την αποτροπή της αναζωπύρωσης του Ισλαμικού Κράτος (IS).
Αυτή η τρομοκρατική οργάνωση συνεχίζει να δρα σε ορισμένες απομακρυσμένες περιοχές του Βόρειου και Δυτικού Ιράκ. Οι 900 στρατιωτικοί των ΗΠΑ που εδρεύουν στην Ανατολική Συρία εκτελούν παρόμοια αποστολή κατά του Ισλαμικού Κράτους. Το προσωπικό των ΗΠΑ στη βάση που χτυπήθηκε στην Ιορδανία παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη στις δυνάμεις των ΗΠΑ και στα δύο θέατρα. Σχεδόν 3.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί εδρεύουν στην Ιορδανία, όπου εκπαιδεύουν και βοηθούν τις ιορδανικές κυβερνητικές δυνάμεις και ενισχύουν την αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, με την Ιορδανία να διατηρεί στενές στρατιωτικές σχέσεις με το ΝΑΤΟ.
Σε ευθυγράμμιση με την ευρύτερη στρατηγική ατζέντα του Ιράν, οι υποστηριζόμενες από το Ιράν πολιτοφυλακές στο Ιράκ και τη Συρία προσπαθούν εδώ και καιρό να αναγκάσουν τις ΗΠΑ να αποσυρθούν τόσο από το Ιράκ όσο και από τη Συρία. Ορισμένοι παρατηρητές υποστηρίζουν ότι η ανακοίνωση των ΗΠΑ για συζητήσεις για τον περιορισμό της παρουσίας τους στο Ιράκ μπορεί να ενθάρρυνε τις ομάδες που είναι ευθυγραμμισμένες με το Ιράν, νιώθοντας ότι πετυχαίνουν την αντι-ΗΠΑ εκστρατεία με τη διεξαγωγή της επίθεσης με drone την Κυριακή.
Αλλοι υποστήριξαν ότι η αποστολή κατά του Ισλαμικού Κράτους τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό και ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ στο Ιράκ και τη Συρία απλά βρίσκονται εκεί για αποτροπή απέναντι στο Ιράν.
Αντικρούοντας αυτή την άποψη, ορισμένοι στρατηγοί των ΗΠΑ υποστήριξαν ότι οι δυνάμεις τους εξακολουθούν να χρειάζονται για να αποτραπεί η αναζωπύρωση του Ισλαμικού Κράτους, καθώς και να βοηθήσουν στον περιορισμό της περιφερειακής επιρροής του Ιράν, ενώ θα πρέπει να παραμείνουν, ή τουλάχιστον να μην τροφοδοτήσουν την αντίληψη ότι αποσύρονται «υπό πυρά».
Οι κίνδυνοι για μια νέα σύγκρουση
Το μεγαλύτερο ερώτημα που θα προκύψει από την τελευταία επίθεση στην Ιορδανία είναι αν οι ΗΠΑ πρέπει να αντιμετωπίσουν το Ιράν άμεσα (ως χορηγός των κινημάτων του Ιράκ, της Συρίας και της Υεμένης που επιτίθενται απευθείας στις δυνάμεις και τα συμφέροντα των ΗΠΑ).
Το Ιράν είναι επίσης ο κύριος χορηγός της Χαμάς, η οποία διεξήγαγε την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου μαζί με τη μικρότερη φιλοϊρανική Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ) και τη λιβανική Χεζμπολάχ. Η Χεζμπολάχ, ο πιο ισχυρός από τους περιφερειακούς συμμάχους του Ιράν, βρίσκεται σε σύγκρουση «χαμηλού βαθμού» με το Ισραήλ στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στο Νότιο Ισραήλ.
Μια επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν θα μπορούσε κάλλιστα να προκαλέσει την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Ισραήλ-Χεζμπολάχ σε πλήρη πόλεμο, με καταστροφικές συνέπειες για Ισραηλινούς και Λιβανέζους αμάχους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μια άμεση σύγκρουση των ΗΠΑ με την Τεχεράνη θα μπορούσε να φέρει τη Ρωσία πιο κοντά στον στενό σύμμαχό της, το Ιράν, που προμηθεύει τη Μόσχα με πυραύλους και drones στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία έχει υποστεί τεράστιες απώλειες σε μια παραπαίουσα πολεμική προσπάθεια στην Ουκρανία και λογικά εκτιμάται ότι θα είναι προσεκτική σχετικά με την πυροδότηση σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον. Η Κίνα έχει επίσης καλλιεργήσει σχέσεις με το Ιράν ως σύμμαχο στην εκστρατεία της να υπονομεύσει την παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ, αλλά το Πεκίνο απέχει πολύ από το να υπερασπιστεί το Ιράν στρατιωτικά σε μια σύγκρουση. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος των ΗΠΑ με το Ιράν μπορεί να είναι ακόμα μη ορατός (παρά την επίθεση στη βάση της Ιορδανίας,) αλλά διπλωματικοί δρόμοι δεν υπάρχουν.