Από μια σκοπιά η πρωτοχρονιάτικη ζέστη στις… φαλακρές από χιόνι Αλπεις και στα άλλα χιονοδρομικά κέντρα της Ευρώπης, που έσπρωξαν τον κόσμο στις παραλίες της Μεσογείου, φαντάζει μικρότερο κακό από τον χριστουγεννιάτικο, πολικό εφιάλτη των ΗΠΑ. Πλην όμως, δεν παύει να ανησυχεί εξίσου τους ειδικούς.
Στην Ελβετία την Πρωτοχρονιά το θερμόμετρο ανέβηκε μέχρι τους 20,9 βαθμούς, ενώ νοτιότερα, στη Γαλλία, ο καιρός θύμιζε περισσότερο αρχές καλοκαιριού παρά μέσα χειμώνα. Στη χώρα του Μακρόν ο υδράργυρος έφτασε σχεδόν τους 25 βαθμούς, την ώρα που στην Ισπανία οκτώ περιφέρειες είχαν θερμοκρασία πάνω από 23 βαθμούς.
Κατά τους μετεωρολόγους οι θερμοκρασιακές αποκλίσεις για την εποχή είναι της τάξης των 18-20 βαθμών Κελσίου, δεδομένου ότι οι μέσες θερμοκρασίες στη Βόρεια, Κεντρική και Δυτική Ευρώπη θα έπρεπε κανονικά να είναι κοντά στο μηδέν!
ΗΠΑ: Ο νέος υπουργός Άμυνας του Τραμπ παρά λίγο θα σκότωνε άνθρωπο με τσεκούρι - Τι τατουάζ έχει [βίντεο]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βαρσοβία, όπου την Πρωτοχρονιά με τους σχεδόν 19 βαθμούς (18,9 για την ακρίβεια) έκανε περισσότερη ζέστη από ό,τι στην Αθήνα (17 βαθμοί Κελσίου). Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του μετεωρολόγου Σάκη Αρναούτογλου οι συνθήκες στην πρωτεύουσα της Πολωνίας χαρακτηρίζονται «άνευ προηγουμένου ακραίο μετεωρολογικό γεγονός», δεδομένου ότι αποτελεί την υψηλότερη μέγιστη θερμοκρασία για το μήνα Ιανουάριο, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ της 30ετίας κατά 5,1°C.
Εκτός από την Πολωνία και την Ελβετία, όπου σε κάποια σημεία η θερμοκρασία ανέβηκε πάνω και από τον μέσο όρο του Ιουλίου (!) τα ρεκόρ του θερμότερου Ιανουαρίου καταρρίφθηκαν σε σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Δανία, Ολλανδία, Λετονία, Λιθουανία και Λευκορωσία). Στη Γερμανία εξάλλου, μετεωρολογικός σταθμός κατέγραψε το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου ελάχιστη θερμοκρασία 24ώρου 15,3 βαθμούς. Σε δεκάδες σταθμούς σε όλη τη χώρα καταγράφηκε η πιο ζεστή ημέρα (ή η μεγαλύτερη ελάχιστη θερμοκρασία ημέρας) όλων των εποχών για τον Δεκέμβριο. Στη δε γειτονική Γαλλία σημειώθηκαν περισσότερα από 113 ρεκόρ θερμοκρασίας, σε μετεωρολογικούς σταθμούς οι οποίοι διαθέτουν ιστορικά δεδομένα ακόμη και από το 1880!
Χάρις στο θερμό μπαράζ του καταχείμωνου η κατανάλωση στην Ευρώπη μειώθηκε κατά 25% και η τιμή του φυσικού αερίου στις διεθνείς αγορές έπεσε στα επίπεδα προ της ρωσικής εισβολής της Ουκρανία. Παραμένει βέβαια άγνωστο πόσο θα παραμείνει εκεί, δεδομένου ότι η αγορά επηρεάζεται και από άλλα αστάθμητα γεγονότα, π.χ. αν θα αυξηθεί η ζήτηση στην Κίνα μετά την άρση των λοκντάουν. Σε κάθε περίπτωση βέβαια υπάρχει το μαξιλάρι του πλαφόν των 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, που συμφωνήθηκε στην Ε.Ε.
Να σημειωθεί ότι στο τέλος μιας πτωτικής πορείας των τιμών 50% μέσα στον Δεκέμβριο, ήδη από την Παρασκευή η τιμή του αερίου είχε υποχωρήσει έως 71,66 ευρώ ανά μεγαβατώρα, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 10 μηνών. Η τελευταία φορά που υπήρξε τέτοια τιμή ήταν πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το γεγονός ότι το αέριο φθήνυνε οφείλεται «στα σημαντικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί και στη σχετικά χαμηλή ζήτηση, λόγων των ευνοϊκών μετεωρολογικών συνθηκών», εξήγησε ο Σεμπάστιαν Πάρις Χόρβιτς της La Banque Postale Asset Management. Καθώς ο ζεστός καιρός περιορίζει τις ανάγκες για θέρμανση η Ευρώπη έχει καταφέρει να χτίσει ξανά τα αποθέματά της σε αέριο, μετά τις μειώσεις που σημειώθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου και το Νοέμβριο όταν ο καιρός είχε επιδεινωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς η Ευρώπη κατάφερε να στέλνει περισσότερο αέριο στις αποθηκευτικές εγκαταστάσεις από εκείνο που καταναλωνόταν, με αποτέλεσμα την περασμένη Δευτέρα τα επίπεδα αποθήκευσης να αυξηθούν κατά 0,28% με πληρότητα στο 83,2%. Το τρέχον επίπεδο είναι κατά 30% υψηλότερο σε σύγκριση με την ίδια περσινή περίοδο, σε μια χρονιά κατά την οποία η Ευρώπη είχε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης, 10% πάνω από το μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας.
Στο μεταξύ η Gazprom ανακοίνωσε χθες, ότι οι εξαγωγές φυσικού αερίου σε χώρες εκτός των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών μειώθηκαν το 2022 κατά 45,5%, στο πλαίσιο των κυρώσεων που επέβαλαν οι δυτικές χώρες στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν φυσικό αέριο από άλλες πηγές (ΗΠΑ, Κατάρ κ.ά.). Για να αντισταθμίσει τις απώλειες, η Μόσχα προσπαθεί να αυξήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Κίνα.