Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτέλεσε πρόσφατα παράδειγμα αυτής της κατάστασης, όταν οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων της χώρας (που ονομάζονται επίσης gilts) αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά τις κακώς μελετημένες αποφάσεις της πρώην πρωθυπουργού, Λιζ Τρας, για τη δημοσιονομική πολιτική στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ενώ η παραίτησή της και ο διορισμός του νέου πρωθυπουργού, Ρίσι Σουνάκ, στα τέλη Οκτωβρίου βοήθησαν στην αντιστροφή των απωλειών των ομολόγων και του νομίσματος, ορισμένοι παρατηρητές απκόντων του στις 5 Σεπτεμβρίου, ηέδωσαν την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων και την πολύ αρνητική αντίδραση της αγοράς στις πολιτικές της Τρας ως αντανάκλαση του αυξημένου κινδύνου χρεοκοπίας, ένας κίνδυνος που δύναται να αφορά και άλλα ανεπτυγμένα κράτη. Ωστόσο, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των περισσότερων χωρών της G-7 υποδηλώνουν ότι μια κρίση χρέους παραμένει απίθανη βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα.
Η ΜΙΝΙ χρηματοπιστωτική κρίση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν υποδηλώνει σημαντική αύξηση του σημερινού ή μελλοντικού κινδύνου χρεοκοπίας στις περισσότερες χώρες της G-7, διότι η μεσοπρόθεσμη δυναμική του χρέους δείχνει ότι το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί ή θα αυξηθεί σε διαχειρίσιμο βαθμό. Ενώ η χρηματοπιστωτική αστάθεια αυξάνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, οι χώρες της G-7 είναι συνολικά σε θέση να αντέξουν την παγκόσμια οικονομική ύφεση χωρίς να εισέλθουν σε μια ευρύτερη κρίση χρέους παρόμοια με αυτήν που βίωσε η ευρωζώνη πριν από μία δεκαετία, επειδή διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία για να προσαρμοστούν σε οικονομικά σοκ απ’ ό,τι οι χώρες με ανώτερο μεσαίο ή χαμηλό εισόδημα, με μικρότερο δημοσιονομικό χώρο και λιγότερο εύρωστα δημόσια οικονομικά. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική αστάθεια στο Ηνωμένο Βασίλειο αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τα υψηλότερα ασφάλιστρα πληθωρισμού (οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις ομολόγων για να αντισταθμίσουν τον υψηλότερο πληθωρισμό) και τη θέση ρευστότητας των συνταξιοδοτικών ταμείων της χώρας. Δομικά, τα βρετανικά gilts και η στερλίνα είχαν, επίσης, δεχθεί πιέσεις πολύ πριν από την ανάληψη των καθηκόντων της Τρας λόγω της ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων, του ισχυρότερου αμερικανικού δολαρίου και της φυγής των επενδύσεων από assets υψηλού κινδύνου λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων.
ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ότι η πρόσφατη αναταραχή στην αγορά που προκλήθηκε από τις αμφιλεγόμενες φορολογικές περικοπές της Τρας απλώς επιτάχυνε μια υποκείμενη τάση και δεν υποδηλώνει αυξημένο κίνδυνο χρεοκοπίας του δημόσιου χρέους στο Ηνωμένο Βασίλειο ή αλλού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος δεν θα αυξηθεί στον Καναδά, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία, στην Ιταλία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ τώρα και του 2027. Ενώ το ΔΝΤ προβλέπει ότι το ακαθάριστο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες εντός αυτού του χρονικού πλαισίου, η αύξηση του χρέους της Γαλλίας θα είναι μικρή και διαχειρίσιμη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν υψηλότερα επίπεδα χρέους, δεδομένου ότι κυριαρχούν στην έκδοση αποθεματικού νομίσματος.
Ουκρανία: «Τεράστιες εκρήξεις» στη Σούμι μετά από ρωσικά πλήγματα – Δύο νεκροί
Η ΙΤΑΛΙΑ, ωστόσο, είναι η χώρα της G-7 που διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο χρεοκοπίας, λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους της, των πολύ χαμηλών δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης και της σημαντικής ευπάθειας στις μεταβολές του κλίματος της αγοράς εν μέσω της αύξησης των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ. Εκτός από την Ιαπωνία, η Ιταλία έχει τον υψηλότερο δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ και τον χαμηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της G-7. Η Ιταλία θα αντιμετωπίσει, επίσης, απτούς κινδύνους τα επόμενα χρόνια, καθώς η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια και εξετάζει το ενδεχόμενο να στραφεί προς μια πολιτική ποσοτικής αυστηροποίησης, αυξάνοντας ουσιαστικά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Σε υψηλά επίπεδα χρέους, ακόμη και μικρές αλλαγές στα επιτόκια και τις προοπτικές ανάπτυξης μπορούν να μεταβάλουν το κλίμα στην αγορά και να αυξήσουν τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η ΕΚΤ δεν θα χρησιμοποιήσει ολόκληρο τον ισολογισμό της για να στηρίξει τη δυναμική του δημόσιου χρέους της Ιταλίας, εκτός εάν η ιταλική κυβέρνηση δεσμευτεί για οικονομικές πολιτικές προσανατολισμένες στη βιωσιμότητα, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολο. Οι προσπάθειες της ΕΚΤ να προσθέσει νέα νομισματικά μέσα στην εργαλειοθήκη της θα αποδειχθούν ανεπαρκείς, ιδίως εάν η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ οδηγήσει σε διαρθρωτικά υψηλότερα πραγματικά επιτόκια. Σε αυτό το σενάριο, η Ιταλία θα βρεθεί αντιμέτωπη με υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και επιδείνωση της δυναμικής του χρέους, γεγονός που ενδέχεται να αυξήσει τον κρατικό πιστωτικό κίνδυνο.
Ειδήσεις σήμερα
ΑΑΔΕ: Σφίγγει ο κλοιός για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής – Τα νέα όπλα που ρίχνονται στην «μάχη»
Ενδιάμεσες εκλογές ΗΠΑ: Νίκη των Δημοκρατικών στη Γερουσία «δείχνουν» τα έως τώρα αποτελέσματα
Ελληνοτουρκικά: Επικίνδυνα παιχνίδια με τα Κατεχόμενα