Ωστόσο το… τζίνι φαίνεται πως έχει βγει για τα καλά από το λυχνάρι. Οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα της Βόρειας Αφρικής ενισχύουν την πιθανότητα ο Ρασντί να μεταβληθεί σε σύμβολο ενός νέου κεφαλαίου της Αραβικής Ανοιξης, δέκα χρόνια μετά την αυτοπυρπόληση του μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι, η θυσία του οποίου οδήγησε στην ανατροπή του Τυνήσιου δικτάτορα Ζιναμπεντίν Μπεν Αλι, τον Ιανουάριο του 2011.
Κάτι που δεν έχει τονιστεί μέχρι στιγμής, είναι ότι ηθικός αυτουργός της εξέγερσης της απελπισμένης νεολαίας στην Τυνησία είναι το γνωστό και μη εξαιρετέο ΔΝΤ, που εκβιάζει την ασταθή κυβέρνηση της χώρας για έλεγχο των ελλειμμάτων με μέτρα λιτότητας, ακόμη και στο αποκορύφωμα αυτής της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης!
Την ώρα που οι διαδηλωτές -στην πλειονότητά τους νεαρά παιδιά 15 έως 20 το πολύ χρόνων- ζητούν δουλειές και ανάπτυξη, το ΔΝΤ πιέζει την κυβέρνηση να περικόψει τα μεροκάματα, τα επιδόματα θέρμανσης και την επιχορήγηση των κρατικών επιχειρήσεων, προκειμένου το έλλειμμα να μην ξεπεράσει το 9%. Ηδη όμως την καταστροφική χρονιά του 2020 η Τυνησία παρουσίασε έλλειμμα 11,5% στον προϋπολογισμό της, δηλαδή το υψηλότερο εδώ και 40 χρόνια προτού καν ο Μπεν Αλι αναλάβει την εξουσία, το 1987. Η αποστολή του ΔΝΤ στην Τυνησία ζήτησε ουσιαστικά το γκρέμισμα της σχετικής αναδιανομής που σημειώθηκε τη δεκαετία της δημοκρατίας, όταν οι μισθοί του δημόσιου τομέα σχεδόν τριπλασιάστηκαν από το 2010, προκειμένου ο κόσμος να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της διαβίωσης και στον υψηλό πληθωρισμό. Ο στόχος της μείωσης του ελλείμματος στο 6,6%, που συμφωνήθηκε με το ΔΝΤ, ισοδυναμεί πρακτικά με συνταγή κοινωνικής επανάστασης υπό αυτές τις συνθήκες, αφού σημαίνει ότι στην ήδη χαμένη γενιά της Αραβικής Ανοιξης κινδυνεύει να προστεθεί άλλη μία. Αλλωστε το τελευταίο καταφύγιο των νέων -οι τουριστικές υπηρεσίες- κατέρρευσε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, με συνέπεια να μην μένει άλλη διέξοδος από τη μετανάστευση ή τις δυναμικές κινητοποιήσεις που συχνά ξεφεύγουν από τον έλεγχο.
Τόσο στις νυχτερινές συγκρούσεις με τους 15άρηδες όσο και στις διαδηλώσεις της ημέρας, που σημειώθηκαν τις προηγούμενες εβδομάδες στις κεντρικές λεωφόρους της Τύνιδας, ακούστηκαν και συνθήματα για «πτώση του καθεστώτος». Κάτι τέτοιο ηχεί ανατριχιαστικά, καθώς έστω και με τόσες δυσκολίες η Τυνησία παραμένει το μοναδικό πολιτικό success story της Αραβικής Ανοιξης, με κοινοβουλευτική δημοκρατία, αδιάβλητες εκλογές και αρκετές κοινωνικές κατακτήσεις την τελευταία δεκαετία, ιδίως υπέρ των γυναικών.
Ωστόσο, ενώ η δημοκρατία διατηρεί το εξωτερικό της περίβλημα, η κοινωνικοοικονομική σταθερότητα παραμένει ζητούμενο. Την τελευταία δεκαετία άλλαξαν εννέα κυβερνήσεις κατά βάση συστημικών ή διεφθαρμένων πολιτικών, που δεν μπόρεσαν να δώσουν λύσεις. Παράλληλα, το κράτος ρέπει προς τον αυταρχισμό που αρχίζει να θυμίζει το αστυνομικό κράτος του Μπεν Αλι. Περισσότεροι από 1.000 διαδηλωτές έχουν συλληφθεί, ενώ μανάδες 15χρονων και 18χρονων έφτασαν στο σημείο να οργανώσουν κι αυτές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, καταγγέλλοντας πως η αστυνομία εισβάλλει χωρίς ένταλμα τη νύχτα στα σπίτια και συλλαμβάνει αυθαίρετα τα παιδιά τους. Η εξεγερμένη νεολαία δεν δείχνει καμία διάθεση να ακολουθήσει τις συμβουλές της κυβέρνησης και του προέδρου Σαγιέντ (να σταματήσει τις διαδηλώσεις υπό τον φόβο της πανδημίας) ούτε φυσικά πτοείται από την απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, που επιβλήθηκε έως τις 14 Φεβρουαρίου.
Αλλωστε το ξέσπασμα του Ιανουαρίου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προηγήθηκαν τους προηγούμενους μήνες απεργίες και καθιστικές διαδηλώσεις σε εργοστάσια της χώρας, χωρίς το πολιτικό σύστημα να δώσει δείγμα ανταπόκρισης στις λαϊκές ανάγκες, καθώς ήταν πολύ απασχολημένο προσπαθώντας να βρει συναίνεση στους κόλπους του.
Εννοείται πως η παραλυμένη από την πανδημία και τις εσωτερικές της διαιρέσεις Ευρώπη είναι αδύνατον να βοηθήσει σε οτιδήποτε. Τα προηγούμενα χρόνια στήριζε δικτάτορες όπως ο Μπεν Αλι, πιστεύοντας ότι της εξασφαλίζουν σταθερότητα και μεταναστευτική «ησυχία». Τώρα όμως η Τυνησία δεν έχει μόνο τα εσωτερικά της προβλήματα, αλλά νιώθει και την αποσταθεροποιητική δράση της Τουρκίας στη Δυτική Λιβύη.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του YouGov στις αραβικές χώρες, το 86% των Τυνήσιων παραδέχθηκε ότι τώρα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία να ασκείται κριτική στην κυβέρνηση. Το 50% είπε ότι κινδυνεύει λιγότερο να συλληφθεί σε σχέση με την περίοδο της δικτατορίας. Ομως ένα αξιοσημείωτο 50% τόνισε πως η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε σε σχέση με το 2010 κι αυτό αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα της δύσκολης εξίσωσης.
Χειρότερα τώρα. Οι ελπίδες για αλλαγή αποδείχθηκαν φρούδες
Δέκα χρόνια πριν, στο μεγαλύτερο τμήμα του αραβικού κόσμου σημειώθηκε μια «ηφαιστειακή» έκρηξη ενάντια σε δικτατορικά καθεστώτα, που διακρίνονταν για τη βαναυσότητά τους και την αδυναμία να βγάλουν τις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής από τη φτώχεια και την καθυστέρηση.
Σήμερα οι ελπίδες που γέννησαν εκείνες οι εξεγέρσεις έχουν εξαφανιστεί, χωρίς όμως να αμβλυνθούν οι κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που προκάλεσαν τις ταραχές – μάλλον το αντίθετο. Νέοι αυταρχικοί ηγέτες αναδύθηκαν, με εξίσου αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι και σκοτώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους μέσα σε αυτόν τον ερειπιώνα κατάστρεψε μεγάλα τμήματα της Συρίας και του Ιράκ, δίνοντας αφορμή στις ΗΠΑ, στη Ρωσία και σε άλλες επεκτατικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, να εμπλακούν σε δαπανηρές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Εκατομμύρια άνθρωποι ξεσπιτώθηκαν κι έγιναν πρόσφυγες. Το προσφυγικό κύμα πυροδότησε ως αντίδραση ένα αντιμεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο συνέβαλε στο να ανέλθουν στην εξουσία δεξιοί λαϊκιστές στην Ευρώπη και την αμερικανική ήπειρο, ενώ ο φόβος της εισαγόμενης τρομοκρατίας έκανε τους Ευρωπαίους να βάλουν σε δεύτερη μοίρα ή και να παραβλέψουν εντελώς το κεφαλαιώδες ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κλασικό παράδειγμα ο τρόπος με τον οποίο υποχωρούν οι Ευρωπαίοι στους τουρκικούς εκβιασμούς για το προσφυγικό.
Ακόμη και στις χώρες που δεν κύλησαν σε πόλεμο, περισσότεροι αραβικοί πληθυσμοί ζουν τώρα στη φτώχεια, περισσότεροι είναι άνεργοι και περισσότεροι βρίσκονται φυλακισμένοι για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις σε σχέση με δέκα χρόνια πριν.
Ερευνα
Προφανώς κάτι πήγε στραβά κι αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί. Σε μεγάλη επιτόπια έρευνα που πραγματοποίησε ο βρετανικός οργανισμός YouGov, το 75% των ερωτηθέντων στη Συρία, το 73% στην Υεμένη (όπου συνεχίζεται ένας γενοκτονικός εμφύλιος με ευθύνη της Σαουδικής Αραβίας και αντίπαλο το Ιράν) και το 60% στη Λιβύη απαντούν ότι τα πράγματα στη χώρα τους είναι χειρότερα από ό,τι πριν από την Αραβική Ανοιξη.
Η έρευνα κάλυψε επίσης την Αίγυπτο και την Τυνησία, όπου οι μακρόβιοι δικτάτορες Χόσνι Μουμπάρακ και Ζιναμπεντίν Μπεν Αλι ανατράπηκαν στις αρχές του 2011, όπως επίσης την Αλγερία, το Σουδάν και το Ιράκ. Στις χώρες αυτές σημειώθηκαν διαδηλώσεις μικρότερης κλίμακας, αλλά η Αραβική Ανοιξη βοήθησε στο να αναδειχθούν σημαντικά αντικαθεστωτικά κινήματα, που κάποια καρποφόρησαν μόλις πρόσφατα (βλέπε την ανατροπή του ισλαμιστή δικτάτορα του Σουδάν και φίλου του Ερντογάν, Ομάρ Μπασίρ, το 2019). Λιγότεροι από τους μισούς σε Αίγυπτο, Ιράκ και Αλγερία είπαν ότι ζουν χειρότερα από το 2010, αλλά σε καμία από τις τρεις χώρες δεν απάντησε ότι ζει καλύτερα πάνω από το 25% των ερωτηθέντων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το πώς βλέπει τα πράγματα κάθε γενιά. Οι νεαρές ηλικίες 18-24, που έζησαν την Αραβική Ανοιξη ως μικρά παιδιά, βλέπουν θετικά εκείνες τις εξεγέρσεις, δεδομένου ότι βρίσκονται κι αυτοί τώρα «στα κάγκελα». Αντιθέτως, οι γονείς τους είναι συγκριτικά πιο απαισιόδοξοι, θεωρώντας κατά πλειοψηφία και στις οκτώ χώρες της έρευνας ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από ό,τι οι γενιές που προηγήθηκαν της Αραβικής Ανοιξης (Το γεγονός ότι αυτό τυχαίνει να είναι μια γενικότερη διαπίστωση στον Δυτικό Κόσμο μπορεί και να μην είναι σύμπτωση).
Η αμφιθυμία των αραβικών κοινωνιών για τα γεγονότα του 2010-11 αντανακλάται στη μεγαλύτερη χώρα του αραβικού κόσμου, την Αίγυπτο. Βάσει των απαντήσεων στην έρευνα του YouGov, ο πληθυσμός της δεν είναι σίγουρος αν ζει ή όχι καλύτερα από ό,τι επί Μουμπάρακ, αν έχει λιγότερες ή περισσότερες ελευθερίες, αν μετανιώνει για το κίνημα της πλατείας Ταχρίρ που οδήγησε στην πτώση του δικτάτορα… Ισως επειδή ο κόσμος φοβάται ακόμη να μιλήσει, δεδομένου ότι η Αραβική Ανοιξη έμεινε ανολοκλήρωτη. Ταυτόχρονα όμως κατά κάποιον τρόπο συνεχίζεται, όπως απέδειξαν οι μαζικές εξεγέρσεις του 2019 κατά της λιτότητας και της διαφθοράς σε Ιράκ και Λίβανο, μαζί με την τελευταία στην Τυνησία…
Από την έντυπη έκδοση