Στις 22 Δεκεμβρίου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ενέκρινε την πώληση φονικών όπλων στην Ουκρανία, υπογράφοντας συμφωνία ύψους 47 εκατ. δολαρίων που περιλαμβάνει 35 κατευθυνόμενα αντιαρματικά FGM-148 Javelin και 210 αντιαρματικά βλήματα, μαζί με μικρότερα όπλα. Προσέχοντας να μην προκαλέσουν τη Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες περιέγραψαν την πρόσφατη απόφαση ως ένα καθαρά αμυντικό μέτρο και όχι ως μέσο ενθάρρυνσης της στρατιωτικής δράσης εναντίον των αυτονομιστικών δυνάμεων στην ανατολική Ουκρανία. Αναμφισβήτητα, ωστόσο, η Μόσχα, θεωρώντας την κίνηση αυτή ως πράξη κλιμάκωσης, θα απαντήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
ΑΝ ΚΑΙ η προηγούμενη κυβέρνηση φλέρταρε επίσης με την ιδέα αποστολής όπλων στην Ουκρανία, επέλεξε να μην το κάνει, προκειμένου να αποφύγει να πυροδοτήσει τη διαμάχη, η ένταση της οποίας είχε μειωθεί το 2015. Ο Τραμπ, αναλαμβάνοντας καθήκοντα, σημείωσε ότι θα ακολουθήσει παρόμοια προσέγγιση. Προτίμησε να συνεργαστεί με τη Ρωσία για ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, αντί να αυξήσει την ένταση. Στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της προεδρίας Τραμπ, ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας επιδεινώθηκαν. Το 2017 το Κογκρέσο ψήφισε αυστηρότερες κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και ενδεχομένως και φέτος να επιβληθούν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα στη χώρα. Ταυτόχρονα, αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Αμυνας Τζιμ Μάτις, του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Μακ Μάστερ και του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ στην Ουκρανία Κουρτ Βόλκερ, υποστήριξαν πιο σθεναρά την προμήθεια οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία.
ΠΑΡΟΛΑ αυτά, η κυβέρνηση προχώρησε προσεκτικά στο ζήτημα. Αμερικανός αξιωματούχος, κρατώντας την ανωνυμία του, δήλωσε στη The Wall Street Journal ότι οι πύραυλοι Javelin, που περιλαμβάνονταν στη συμφωνία, θα χρησιμοποιηθούν μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς στη δυτική Ουκρανία – μακριά από τις πρώτες γραμμές – υπό τη στενή επίβλεψη των Αμερικανών στρατιωτικών. Με αυτόν τον τρόπο, η Ουάσιγκτον ελπίζει όχι μόνο να αποφύγει έξαρση στο πεδίο της μάχης, αλλά και να βεβαιωθεί ότι τα όπλα της δεν θα καταλήξουν στα χέρια αυτονομιστών και των Ρώσων υποστηρικτών τους.
Πριγκίπισσα Αικατερίνη: Δίνει μάχη με τον καρκίνο - Το σοβαρό χειρουργείο
Η ΜΟΣΧΑ, ωστόσο, δεν έχει πεισθεί. Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας για τα όπλα, ο ρωσικός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αποκάλεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες «συνεργό στην αναζωπύρωση του πολέμου» εξαιτίας αυτής της απόφασης. Και αυτή η κατηγορία ενδεχομένως να μην αποτελεί την τελική αντίδραση της Ρωσίας. Η Μόσχα, για παράδειγμα, θα μπορούσε να απαντήσει εμπράκτως στην κίνηση αυτή, αυξάνοντας τη στήριξή της προς τους αυτονομιστές στο Ντονμπάς, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι διαθέτουν τις αντίστοιχες δυνατότητες με εκείνες του ουκρανικού στρατού. Στις 10 Ιανουαρίου μέλος του ουκρανικού κοινοβουλίου ανέφερε ότι ο ρωσικός στρατός δουλεύει πάνω στην τεχνολογία για την προστασία των οχημάτων από πυραύλους Javelin. Η ενίσχυση του οπλισμού των αυτονομιστών μπορεί να αποτελεί την καλύτερη επιλογή για τη Ρωσία, ως απάντηση στη συμφωνία για τα οπλικά συστήματα μεταξύ ΗΠΑ-Ουκρανίας, χωρίς αυτό να επιδεινώσει τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, η Μόσχα θα μπορούσε να επιλέξει μια ασύμμετρη απάντηση. Η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις υβριδικές τακτικές που εφαρμόζει συστηματικά κατά της Ουκρανίας – συμπεριλαμβανομένων των στοχευμένων δολοφονιών δυνάμεων ασφαλείας και αξιωματούχων, κυβερνοεπιθέσεων, οικονομικών περιορισμών και πολιτικών χειραγώγησης – προκειμένου να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στη χώρα και στους υποστηρικτές της στη Δύση. Θα μπορούσε, ακόμη, να εφαρμόσει αυτές τις μεθόδους και εκτός Ουκρανίας, για παράδειγμα στη Συρία ή στις ευρωπαϊκές παραμεθόριες περιοχές, ως ανταπάντηση στις Ηνωμένες Πολιτείες για την αύξηση της στήριξής τους προς την ουκρανική κυβέρνηση. Η Ρωσία, στο κάτω-κάτω, έχει ακολουθήσει πολλές φορές στο παρελθόν παρόμοια στρατηγική.
ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ επιλογή για τη Μόσχα είναι να αποσπάσει για τώρα μία απάντηση χάριν της διπλωματίας. Μόνο δύο μήνες πριν από τις επόμενες προεδρικές εκλογές, η σημερινή ρωσική διοίκηση έχει συμφέρον να αποτρέψει την κλιμάκωση στη σύγκρουση στην Ουκρανία, για να μην επιδεινώσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα οικονομικά προβλήματα της Ρωσίας με περισσότερες κυρώσεις. Η διατήρηση της δέσμευσής της για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις των Ηνωμένων Εθνών προσφέρει επίσης στη Μόσχα μια πιθανή λύση για την απομάκρυνση του ενδεχομένου επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων.
ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ, τουλάχιστον, η συμφωνία για τα όπλα δεν έχει ακόμη επιδεινώσει τις εχθροπραξίες κατά μήκος των πρώτων γραμμών στην ανατολική Ουκρανία. Πράγματι, οι δύο πλευρές της σύγκρουσης προχώρησαν σε μια μεγάλη ανταλλαγή κρατουμένων, μόλις λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της αμερικανικής απόφασης. Αν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ευρωπαϊκή Ενωση επιβάλλουν περαιτέρω κυρώσεις στη Ρωσία ή κάνουν περισσότερες κινήσεις στον τομέα της ασφάλειας που θα θεωρηθούν από τη Ρωσία επιθετικές, τότε το Κρεμλίνο θα απαντήσει με τον τρόπο που θα κρίνει σκόπιμο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής