Δεν μπορούσε να κηρύξει αμέσως την ανεξαρτησία γιατί το πολιτικό του κεφάλαιο βρίσκεται χαμηλά. Και δεν μπορούσε να μην την ανακηρύξει για να μην παραδεχθεί την ήττα του.
Πριν από μερικές μόνο ημέρες, όταν οι εικόνες ισπανικών αστυνομικών να κτυπούν ηλικιωμένες Καταλανές έκαναν τον γύρο του κόσμου, η υπόθεση της ανεξαρτησίας έμοιαζε να θριαμβεύει. Και τότε άρχισε η αντεπίθεση της κεντρικής κυβέρνησης. Πρώτος μίλησε ο βασιλιάς, που δήλωσε ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε ο θρόνος μπορούν να διαπραγματευθούν με τους αυτονομιστές. Κι ύστερα ήρθε μια συντονισμένη επίθεση του ισπανικού κράτους και των μεγάλων καταλανικών επιχειρήσεων. Την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση υπέγραψε διάταγμα που διευκόλυνε την αλλαγή έδρας αυτών των επιχειρήσεων. Και αμέσως, οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της επαρχίας (Caixa, Sabadell) και οι εταιρείες ύδρευσης και φυσικού αερίου εγκατέλειψαν την περιοχή. Ετσι λειτουργεί μερικές φορές η δημοκρατία: μερικά εκατομμύρια ψηφίζουν και μερικοί με τα εκατομμύριά τους μετρούν όσο και οι ψήφοι τους.
Το παιχνίδι των μεγάλων τραπεζών υπήρξε μια ψυχρολουσία για πολλούς οπαδούς της ανεξαρτησίας, που δήλωναν έτοιμοι να δώσουν τα πάντα για την πατρίδα εκτός από τις αποταμιεύσεις τους και την ευρωπαϊκή τους ζωή. Όπως ήταν ψυχρολουσία και για τον πρόεδρο Πουτζντεμόντ και το κόμμα του, που έχουν ιστορικούς δεσμούς με τις τράπεζες αυτές.
Η μεταφορά των ποντικών που εγκαταλείπουν το καράβι όταν βουλιάζει ανάγκασε πολλούς να διερωτηθούν αν πράγματι το καράβι βυθίζεται. Το βάρος της φυγής των τραπεζών ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ο σοσιαλιστής πρώην υπουργός Ζοζέπ Μπορέλ ανέμιξε κυνισμό και ανησυχία δηλώνοντας ότι αν οι τράπεζες είχαν πει αυτό που θα έκαναν στην περίπτωση που γινόταν αυτό που έγινε, ίσως αυτό που έγινε να μην είχε γίνει (και οι τράπεζες δεν θα είχε χρειαστεί να κάνουν αυτό που έκαναν).
Η οικονομία πήρε έτσι και πάλι τη θέση της ανάμεσα στον κυματισμό των σημαιών και την επίκληση της πατρίδας. Αν πριν από μερικά χρόνια το κόμμα του καταλανικού κατεστημένου αγκάλιασε την υπόθεση της ανεξαρτησίας για να συγκαλύψει τα αντιδημοφιλή οικονομικά του μέτρα, τα οικονομικά μέτρα του καταλανικού κατεστημένου το έκαναν να αμφιβάλλει για εκείνη την επιλογή. Οι αμφιβολίες ενισχύονται, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ποτέ δεν συζητήθηκε σοβαρά τι μορφή θα έχει μια ανεξάρτητη Καταλονία, τι οικονομική και κοινωνική οργάνωση θα έχει. Και ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε πόση κοινωνική ενέργεια – πόσες θυσίες – θα χρειαστεί για να επιτευχθεί αυτή η ανεξαρτησία.
Μόνο έτσι μπορούσε να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι μπορεί να οικοδομηθεί μια χώρα με τη στήριξη του 40% των πολιτών της. Η εφεύρεση μιας χώρας είναι μια διαδικασία σύνθετη και ακριβή, χρειάζεται μαζικότερη στήριξη. Οι ανεξαρτησίες – η δυνατότητα να ξεκινήσει μια καινούργια χώρα – επιτυγχάνονται με πολέμους, με την κατάρρευση μιας αποικιακής δύναμης ή με αποφασιστικές και μεγάλες πλειοψηφίες. Οι δύο πρώτοι όροι – ευτυχώς – είναι αδύνατοι. Και ο τρίτος δεν εκπληρούται σήμερα στην Καταλονία. Το να ξεκινήσεις μια χώρα με έναν πληθυσμό κομμένο στη μέση αποτελεί την ιδανική συνταγή της καταστροφής.
Και το αποκορύφωμα ήταν ότι αυτή την εβδομάδα οι οπαδοί της ανεξαρτησίας έχασαν το μονοπώλιο του λόγου, της αφήγησης, του δρόμου. Η σιωπηρή πλειοψηφία (;) ξαφνικά αφυπνίστηκε. Τόσα χρόνια ήταν δυσάρεστο να τα βάζεις με τον πατριωτισμό στα καφενεία και στα σαλόνια. Αλλά η προοπτική της ανεξαρτησίας άλλαξε ξαφνικά τα δεδομένα.
Αρχισαν να ακούγονται διαφορετικές φωνές. Εκατομμύρια άνθρωποι ίσως να συνειδητοποίησαν ότι δύο τρελοί (ο Ραχόι και ο Πουτζντεμόντ) και οι οπαδοί τους οδηγούσαν τα πράγματα σε ένα τρομακτικό σημείο: σε μια σύγκρουση δηλαδή που μπορεί να πνιγεί στο αίμα ή, τουλάχιστον, στον ιδρώτα και τα δάκρυα των πολλών. Να ανακάλυψαν ότι η ανεξαρτησία είναι ο καλύτερος τρόπος να καταστραφούν οι ζωές τους για πολλά χρόνια. Να αποφάσισαν ότι δεν θέλουν να παραιτηθούν από το προνόμιο να είναι και Καταλανοί και Ισπανοί. Και να διακήρυξαν ότι είναι καλύτερα να αναζητηθούν λύσεις και συμβιβασμοί.
Κανείς δεν ξέρει. Αυτές τις ημέρες όσοι σώπαιναν αναζητούν τρόπους να μιλήσουν: να πουν ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν να σωπαίνουν αν η σιωπή τους νομιμοποιεί τις κραυγές των άλλων. Αλλά δεν βρίσκουν πάντα αυτούς τους τρόπους. Ορισμένες πορείες εναντίον του καταλανικού υπερπατριωτισμού μετατρέπονται σε ισπανικές υπερπατριωτικές κραυγές: είχαν πολύ καιρό να ακουστούν στους δρόμους τόσοι φρανκικοί ύμνοι και να κυκλοφορήσουν τόσα φρανκικά σύμβολα. Είχε καιρό να φανεί τόσο καθαρά η απειλή του φασισμού.
Είναι πάντα πιο εύκολο να φωνάζεις υπέρ μιας σημαίας από το να φωνάζεις κατά της υπερβολής των σημαιών. Είναι πάντα πιο εύκολο να ακολουθείς έναν ηγέτη από το να υπερασπίζεσαι μια ιδέα. Εκείνοι όμως που δεν αφήνονται να παρασυρθούν από το εθνικιστικό ρεύμα είναι συνεχώς και περισσότεροι. Αν καταφέρουν να εκφραστούν, κάτι μπορεί να αλλάξει στην Καταλονία. Και στην υπόλοιπη Ισπανία. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καταλάβουν ότι η λύση δεν είναι να τραβάει ο καθένας τον δρόμο του ξηλώνοντας τη χώρα, αλλά να ξανακάνουν όλοι μαζί μια χώρα – μια κοινωνία – από την οποία δεν θα θέλει να φύγει κανείς: ούτε οι επαρχίες ούτε οι πολίτες. Δεν είναι εύκολο, είναι απαραίτητο.
Προς το παρόν, πάντως, ο Πουτζντεμόντ κήρυξε μια ανεξαρτησία με αναστολή περιμένοντας τον διάλογο και αναμένεται η απάντηση της Μαδρίτης, που μέχρι στιγμής ήταν η χειρότερη δυνατή. Μόλις χθες ο εκπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος Πάμπλο Κασάδο είπε ότι όποιος κηρύξει την ανεξαρτησία ίσως καταλήξει σαν κι εκείνον που την κήρυξε πριν από 83 χρόνια. Αναφερόταν στον πρώτο πρόεδρο της Generalitat, τον Λουίς Κομπάνις, που έγινε εθνικός ήρωας της Καταλωνίας από τότε που τον εκτέλεσε η δικτατορία του Φράνκο, στις 15 Οκτωβρίου 1940.
Του Martín Caparrós για τους New York Times