Ο επονομαζόμενος «μάγος» της διεθνούς διπλωματίας θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες και ταυτόχρονα, πιο αμφιλεγόμενες μορφές της διεθνούς πολιτικής κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα. Στη συλλογική ελληνική μνήμη η προσωπικότητα του Κίσινγκερ συνοδεύεται από αρνητικό πρόσημο, καθώς έχει συνδεθεί με τη χούντα των συνταγματαρχών και την εγκληματική τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννηση του πιο γνωστού «γερακιού» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εκείνου που εξακολουθούν να συμβουλεύονται ακόμη και σήμερα κορυφαίοι Αμερικανοί διπλωμάτες, αξίζει μια υπενθύμιση των πεπραγμένων του. Αν και πολλοί εξοργίζονται στο άκουσμα του ονόματός του, καθώς οδήγησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική να στηρίξει διάφορα αυταρχικά καθεστώτα -εκτός από την ελληνική, τις αιματοβαμμένες χούντες της Λατινικής Αμερικής-, όλοι συμφωνούν πως πρόκειται για έναν ιδιαίτερα οξυδερκή άνθρωπο, που προέβλεψε εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη στροφή της Ρωσίας προς τον αυταρχισμό και την ένταση με το Ιράν.
Υποστηρικτής της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις (Realpolitik), θεωρεί ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους χαράσσεται με βάση το εθνικό συμφέρον και όχι τις ηθικές πεποιθήσεις ή τα ανθρώπινα δικαιώματα (προσεγγίσεις που καταλογίζει στους αφελείς). Για όλα αυτά, έχει επικριθεί από αριστερούς και συντηρητικούς, ενώ πολλοί εξοργίστηκαν το 1973 με τη βράβευσή του με το Νόμπελ Ειρήνης για την κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ.
Από το Βιετνάμ στον Πόλεμο του Κόλπου
Τοn Νοέμβριο του 1972, ο Κίσινγκερ συμφώνησε να δώσει συνέντευξη στη διάσημη τότε, Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι. Αν και ήταν πάντα καχύποπτος, τελικά δέχθηκε να μιλήσει για εξωτερική πολιτική, αλλά το μετάνιωσε πικρά, καθώς στη συζήτησης με τη Φαλάτσι είπε πως «ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ανούσιος!». Ο Κίσινγκερ δήλωνε λίγο αργότερα, πως ήταν «η πιο καταστροφική συνέντευξη που έδωσε ποτέ», ενώ η Φαλάτσι περιέγραφε έναν ιδιοφυή, ψυχρό και απόμακρο, «σύγχρονο Μέτερνιχ!».
Ηταν ο άνθρωπος που ολοκλήρωσε τις μακρές διαπραγματεύσεις για την έξοδο των ΗΠΑ από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τον οποίο πλήρωσε το αμερικανικό κράτος με πολύ αίμα (58.000 νεκροί) και τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
O Βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, ο οποίος έγραψε βιβλίο για τον Κίσινγκερ, τονίζει ότι ο «μισαλλόδοξος εθνικισμός που προέβλεπε ο Κίσινγκερ, αποτελεί γεγονός». Ο Κίσινγκερ είχε ασχοληθεί με φλέγοντα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής -τη σοβιετική επιθετικότητα, την άνοδο της Κίνας, την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, τη δημιουργία φιλικών καθεστώτων προς τις ΗΠΑ- όσο βρισκόταν στο απόγειο της ισχύος του, από το 1972 έως το 1976. Παρά το Νόμπελ -που δεν παρέλαβε- έγραψε ιστορία περισσότερο με την «κινεζική προσέγγιση».
Από το 1969, πριν αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών, ο Κίσινγκερ ήταν σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Νίξον. Από τη θέση του είχε μεσολαβήσει για το άνοιγμα των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε-τουνγκ και τη χαλάρωση της ψυχροπολεμικής έντασης με τη Σοβιετική Ενωση της εποχής του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ως αντίβαρο της απειλής από την ΕΣΣΔ, ο Κίσινγκερ είχε προκρίνει την αμερικανοκινεζική αντισοβιετική στρατηγική.
Παρά τη στενή συνεργασία του με τον Νίξον, δεν τον άγγιξε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και συνέχισε να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην αμερικανική διπλωματία. Ο πρόεδρος Κένεντι τον προσέλαβε ως σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας. Οι πρόεδροι Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρίγκαν δεν τον εμπιστεύονταν και επανήλθε στο προσκήνιο επί Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ο οποίος είχε διορίσει και πολλά «παιδιά» του στις καίριες διπλωματικές θέσεις.
Τα λεγόμενα «χειρουργικά χτυπήματα» κατά του Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο του Κόλπου, το 1991, ήταν πολιτική του Κίσινγκερ. Ο γιος Μπους, το 2002, τον διόρισε πρόεδρο της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου, για τη διερεύνηση των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, θεωρητικά έληξε και η εποχή του Κίσινγκερ. Με τη σοβιετική απειλή να έχει παρέλθει, οι αριστεροί επικριτές του έσπευσαν να τον κατηγορήσουν για αδιαφορία ή εμπλοκή σε περιφερειακές χώρες, για ενθάρρυνση πραξικοπημάτων, καταλογίζοντάς του εγκλήματα πολέμου σε Μπαγκλαντές, Καμπότζη, Χιλή και Ανατολικό Τιμόρ.
Ενθάρρυνε το στρατιωτικό πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή εναντίον του εκλεγμένου προέδρου Αλιέντε, υποστήριξε τη χούντα του στρατηγού Βιντέλα στην Αργεντινή αδιαφορώντας για τα βασανιστήρια και τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους. Ενίσχυσε τα καθεστώτα του Πακιστάν στις σφαγές κατά των κατοίκων του Μπαγκλαντές.
Η εγκληματική στάση στο Κυπριακό
Αδιαφορώντας για το διεθνές δίκαιο, ο Χένρι ενθάρρυνε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και κάλυψε την τουρκική εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς πίστευε πως η Κύπρος υπό τον Μακάριο δεν θα ωφελούσε την Ατλαντική Συμμαχία. Οπως αποκαλύφθηκε σε εμπιστευτικά έγγραφα του Foreign Office, βασικός στόχος της πολιτικής του Κίσινγκερ στο Κυπριακό ήταν να ικανοποιηθεί η Τουρκία.
Η εφημερίδα New York Times αποκάλυψε πρώτη πως ο Κίσινγκερ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν ενήμεροι για το επικείμενο πραξικόπημα της χούντας. Ακόμη και την ημέρα της εισβολής, στις 20 Ιουλίου 1974, ο υφυπουργός του Κίσινγκερ, Τζόσεφ Σίσκο, βρισκόταν στην Αγκυρα σε επαφές με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ, όπως ανέφερε η εφημερίδα.
Σύμφωνα με μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη Τζέιμς Σπέιν, ο Ρίτσαρντ Νίξον φέρεται να έστειλε την παραμονή της τουρκικής εισβολής επιστολή στον Μπουλέντ Ετζεβίτ. Την επιστολή ανέλαβαν να παραδώσουν ο πρέσβης Ουίλιαμ Μακόμπερ και ο βοηθός του, Σπέιν. Ωστόσο, οι Αμερικανοί διπλωμάτες μόλις έφτασαν στο γραφείο του Τούρκου πρωθυπουργού τον άκουσαν να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον Χένρι Κίσινγκερ και αποφάσισαν να μην παραδώσουν την επιστολή Νίξον, αντιλαμβανόμενοι ότι η κατάσταση είχε αλλάξει.
O τότε βουλευτής της Ενωσης Κέντρου Ιωάννης Ζίγδης δήλωνε ότι ο Κίσινγκερ «όχι μόνο γνώριζε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πριν από τις 15 Ιουλίου αλλά και το είχε ενθαρρύνει, αν όχι παρακινήσει».
Το 1997 δημοσιεύθηκε σε ελληνικές εφημερίδες δήλωση που ο Κίσινγκερ φέρεται να έκανε το 1994 σε συνάντηση υψηλά ισταμένων στην Ουάσιγκτον. Η πηγή της ήταν άρθρο της Turkish Daily News. Η δήλωση ήταν ότι «ο λαός των Ελλήνων είναι αναρχικός και δύσκολος να τιθασευτεί. Γι’ αυτό πρέπει να τον χτυπήσουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες… να πλήξουμε τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή…» Ο Κίσινγκερ έστειλε επιστολές διάψευσης και Ελληνες δημοσιογράφοι, όπως ο Γιάννης Μαρίνος, έγραψαν ότι αυτό δεν ειπώθηκε, ωστόσο η δήλωση έχει πάρει θέση αστικού μύθου και εξακολουθεί να αναδημοσιεύεται στο Διαδίκτυο.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
Ο Χένρι Κίσινγκερ γεννήθηκε στις 27 Μαΐου 1923 στην πόλη Φουρτ της Βαυαρίας, στο απόγειο του υπερπληθωρισμού που μάστιζε τότε τη Γερμανία και έξι μήνες πριν από το πραξικόπημα της μπυραρίας του Χίτλερ. Πέντε χρόνια μετά την άνοδό του Χίτλερ στην εξουσία, οι γονείς του αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία και να μετακομίσουν στις ΗΠΑ. Υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό και αποφάσισε να γίνει ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας.
Συμμετείχε σε επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά τον πόλεμο συνέχισε τις σπουδές που είχε διακόψει κι έλαβε διδακτορικό δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από το Χάρβαρντ. Προτίμησε παράλληλα, να αναμιχθεί με την πολιτική και συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπηρέτησε ως 56ος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ.
Ζει μόνιμα στο Κονέκτικατ με τη δεύτερη σύζυγό του, Νάνσι Μαγκίνες, επισκέπτεται κάθε χρόνο το Φόρουμ του Νταβός κι εξακολουθεί να γράφει βιβλία.