Η βαθμολογία δόθηκε από το μη κερδοσκοπικό οργανισμό περιβαλλοντικών επιπτώσεων CDP, που έχει ως βασικό έργο του την ανάπτυξη βιώσιμων οικονομιών.
Η Ford είναι μία από τις 30 εταιρίες σε όλο τον κόσμο που έχουν αξιολογηθεί με αυτή τη βαθμολογία για τις προσπάθειές τους στον τομέα της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων.
Από το 2000, η εταιρία εργάζεται συστηματικά για την εξοικονόμηση νερού στα πλαίσια μιας παγκόσμιας πρωτοβουλίας της, με αποτέλεσμα τη μείωση της λειτουργικής χρήσης υδάτων κατά 62,5% και την εξοικονόμηση 39,4 δις. λίτρων μέχρι σήμερα.
Η Ford έχει θέσει ως στόχο τη μείωση της χρήσης νερού κατά τρία τέταρτα έως το 2020, ενώ ο μακροπρόθεσμος στόχος της είναι η μηδενική κατανάλωση πόσιμου νερού στις παραγωγικές διαδικασίες της.
«Η πρόσβαση σε καθαρό νερό αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα», δήλωσε ο Kim Pittel, Αντιπρόεδρος Βιωσιμότητας, Περιβάλλοντος και Μηχανικής της Ασφάλειας της Ford. «Γνωρίζουμε ότι διαδραματίζουμε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση των καλύτερων πρακτικών για τη προστασία του περιβάλλοντος, τόσο για την ίδια τη Ford όσο και για την αλυσίδα εφοδιασμού της εταιρίας μας. Χάρη στην ολοκληρωμένη μας προσέγγιση σε θέματα βιωσιμότητας, στόχος μας είναι να βελτιώσουμε τη ζωή όχι μόνο των πελατών μας, αλλά και των άλλων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο».
Η Ford απέσπασε τη βαθμολογία «Α» και για τις προσπάθειές της στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει μετά τη Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι το 2015 (για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα), η Ford επενδύει 11 δις. δολάρια για το λανσάρισμα 16 αμιγώς ηλεκτροκίνητων μοντέλων έως το 2022.
Επιπλέον, το 2017 η Ford πέτυχε το στόχο της να μειώσει σε παγκόσμιο επίπεδο τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα εργοστάσια παραγωγή της κατά 30%, οκτώ χρόνια νωρίτερα από το χρονικό ορόσημο του 2025.
«Δίνουμε συγχαρητήριά σε όλες τις εταιρίες που κατάφεραν να αξιολογηθούν με Α από τον οργανισμό μας», δήλωσε ο Paul Simpson, Διευθύνων Σύμβουλος του CDP. «Δεδομένου ότι η σοβαρότητα των περιβαλλοντικών κινδύνων για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι όλο και πιο εμφανής, αυτές οι εταιρίες είναι σε θέση να δώσουν λύσεις, να εκμεταλλευτούν νέες ευκαιρίες της αγοράς και να αναπτυχθούν στη μετάβαση προς μία βιώσιμη οικονομία.»