«Πολλοί Γερμανοί θα πρέπει να παγώσουν αυτόν το χειμώνα», του είπε ο δημοσιογράφος. «Τότε ας φορέσουν ένα πουλόβερ», απάντησε ξερά-ξερά.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
«Ή ίσως και ένα δεύτερο πουλόβερ. Δεν πρέπει να γκρινιάζουμε για αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πολλά δεν είναι αυτονόητα, ούτε καν το ηλεκτρικό ρεύμα». Δεν γνωρίζω πώς κατάπιαν οι Γερμανοί αυτές τις δηλώσεις, άλλωστε δεν ήταν και λίγες: Κακομαθημένη η γερμανική κοινωνία, το κράτος να βοηθήσει μόνο όσους έχουν πραγματική ανάγκη, οι άλλοι ας μην πάνε διακοπές, βρε αδελφέ. Κράτησε και για τον εαυτό του μερικές βέβαια. «Δεν θα ήθελα να είμαι καγκελάριος αυτήν την εποχή». «Και εγώ είμαι κακομαθημένος».
Ομως ήταν μια άλλη φράση του που ήχησε ακόμα πιο έντονα στα καθ’ ημάς: Δεν μπορεί, είπε, να πιστεύουμε ότι το κράτος είναι ένα είδος σούπερ μάρκετ στο οποίο οι πολίτες είναι κυνηγοί προσφορών. Λέτε να το είπε για το ελληνικό καλάθι του νοικοκυριού; Αν με κάποιον τρόπο μπορούσαμε να… βγούμε από το σώμα μας, να αιωρούμαστε πάνω από όλη αυτή την κατάσταση και να παρατηρούμε αφ’ υψηλού τα τεκταινόμενα, ίσως και να το καταλαβαίναμε. Αν δεν ήμασταν εμείς, οι Ευρωπαίοι πολίτες, εκείνοι που θα κινδυνεύσουμε το χειμώνα να κρυώσουμε ή που θα πρέπει να διαλέξουμε φαγητό για τα παιδιά ή πληρωμή λογαριασμών, τότε ναι, ασφαλώς ο Σόιμπλε έχει δίκιο.
Διότι κανένα κράτος δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος για όλους τους πολίτες και όλοι μαζί πρέπει να βάλουμε πλάτη για να μη νικήσει ο εκβιασμός του Πούτιν. Ομως μεταξύ του αφοριστικού κυνισμού του Σόιμπλε και των τσάμπα υποσχέσεων των λαϊκιστών, υπάρχουν στο ενδιάμεσο ρεαλιστικές πολιτικές, εφαρμόσιμες, μετριοπαθείς και κυρίως με κοινωνική ενσυναίσθηση. Διότι υπάρχει μια Ευρωπαϊκή Ενωση που αν θέλει, μπορεί να βρει χρήματα για τα κράτη και τους πολίτες τους. Αρκεί βέβαια να ξυπνήσει πριν λιώσουν τα χιόνια στις Αλπεις.