ΕΚΕΙΝΑ τα χρόνια τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπήρχαν μόνο δύο κανάλια. Οι αθλητικές μεταδόσεις μετριούνταν στα δάχτυλα. Το μεσημέρι της Κυριακής ακούγαμε στο ραδιόφωνο τους αγώνες του πρωταθλήματος. Μετά υπήρχε… παύση και μια γλυκιά αναμονή. Μέχρι το βράδυ. Μέχρι τη στιγμή που ακουγόταν η χαρακτηριστική μουσική της Αθλητικής Κυριακής. Τότε, όλη η Ελλάδα καθόταν να δει τα στιγμιότυπα από τα ματς, τα γκολ, τις φάσεις. Καθόμασταν να ακούσουμε το σχολιασμό του μοναδικού Γιάννη Διακογιάννη.
ΝΑΙ, δεν βλέπαμε τα πάντα τη στιγμή που συνέβαιναν. Ολα γίνονταν με μια χρονοκαθυστέρηση. Πολύ περισσότερο, αυτό συνέβαινε στις διεθνείς διοργανώσεις. Η τηλεόραση έδειχνε -όχι όλους- τους αγώνες των ελληνικών ομάδων στα Κύπελλα Ευρώπης και, βέβαια, τους τελικούς.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
ΔΕΝ είχαμε πολλές ευκαιρίες να απολαύσουμε τους άσους της δεκαετίας του ’70 και του ’80. Γι’ αυτό και τα Μουντιάλ ήταν η απόλυτη ποδοσφαιρική γιορτή. Εκεί, μπορούσαμε επιτέλους να απολαύσουμε τον Κρόιφ, τον Μαραντόνα, τον Πλατινί και τους άλλους αστέρες εκείνης της εποχής.
ΓΙ’ αυτό και οι μεταδόσεις του Γιάννη Διακογιάννη απέκτησαν μυθικές διαστάσεις. Γι’ αυτό και το 1979 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης έγραψε το τραγούδι «Αρχίζει το ματς» και περιέγραψε «πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή». Ηταν πέρα για πέρα αληθινό.
ΜΙΑ άλλη εποχή. Ρομαντική. Χωρίς VAR. Χωρίς δεκάδες αθλητικές μεταδόσεις κάθε μέρα. Χωρίς social media. Μια εποχή που η καθημερινότητα και η πληροφόρηση δεν έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
ΣΕ αυτή την εποχή ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν ο κορυφαίος. Με τη φωνή του, με τις μεταδόσεις του μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Μάθαμε ομάδες, παίκτες, συστήματα. Ζήσαμε ποδοσφαιρικές χαρές και λύπες. Πάντοτε, με «δάσκαλο» τον Διακογιάννη, που δίδασκε με μετριοπάθεια και ψυχραιμία παρά την ένταση που βγάζουν πάντοτε τα ποδοσφαιρικά ματς…