Η περίπτωση της πρώην γενικής γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών Κατερίνας Σαββαΐδου είναι χαρακτηριστική. Αποπέμφθηκε από τη θέση της λόγω δήθεν εμπλοκής της σε διερευνώμενες από την Ποινική Δικαιοσύνη πράξεις και, παρόλο που εκκρεμούσαν οι υποθέσεις, η τότε κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για τους δημόσιους λειτουργούς να λειτουργούν ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και να ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν και από παλιότερες κυβερνήσεις και αποτέλεσαν τον πυρήνα διαπλοκής. Υπάρχουν νόμοι και κανόνες στη χώρα και θα τηρηθούν».
Δηλαδή η τότε κυβέρνηση δεν την απομάκρυνε μέχρι να τελεσιδικήσουν οι υποθέσεις, φροντίζοντας να διατηρήσει αποστάσεις και το δικαίωμα της αμφιβολίας, αλλά ούτε, λίγο ούτε πολύ, προανήγγειλε την καταδίκη της. Η οποία βέβαια δεν ήρθε ποτέ, αφού η κ. Σαββαΐδου απαλλάχθηκε με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου. Ομως η ζημιά για την τιμή και την υπόληψή της είχε γίνει.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Ετσι, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου όντως τηρούνται οι νόμοι και οι κανόνες. Οχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά. Η προσφεύγουσα δικαιώθηκε και η Ελλάδα -το κράτος έχει συνέχεια- καλείται να της καταβάλει 7.000 ευρώ. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι οι δηλώσεις «παραβίασαν το τεκμήριο της αθωότητας της προσφεύγουσας, καθώς δόθηκαν από κυβερνητική εκπρόσωπο και ως εκ τούτου από ανώτατη εκπρόσωπο του κράτους, η οποία είχε μία αυξημένη δέσμευση λόγω της θέσης της για σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας». Και επειδή τα πάντα σε αυτή τη χώρα θέλουν και τη… σκηνοθεσία τους, σημειώνεται ότι οι επίμαχες δηλώσεις «έλαβαν χώρα κατά την έξοδο της κυβερνητικής εκπροσώπου από το Υπουργικό Συμβούλιο» δημιουργώντας «στο κοινό την εντύπωση ότι αντικατόπτριζαν τις θέσεις της ίδιας της κυβέρνησης».
Μπορούμε να θυμηθούμε πολλά. Οπως κάτι δηλώσεις έξω από το Μαξίμου για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως ελληνικού κράτους» και για την προσπάθεια ηθικής και πολιτικής εξόντωσης 10 πολιτικών προσώπων για την υπόθεση Νovartis. Ωστόσο υπάρχει και κάτι άλλο στην απόφαση του ΕΔAΔ που πρέπει να προβληματίσει τον νομικό κόσμο της χώρας: Οτι δεν υπήρχε στο εθνικό δίκαιο κάποιο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα με το οποίο θα μπορούσε η προσφεύγουσα να παραπονεθεί για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς της.