Ελα, όμως, που οι «κυρ Παντελήδες» έχουν στοιχειώσει τη σκέψη του Α. Τσίπρα, αλλά και όσων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να ξεκολλήσουν από τη λογική τού «ΣΥΡΙΖΑ του 3%». Και δικαίως. Καθώς, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν να δημιουργήσουν «ριζοσπαστική ατζέντα» και να απαξιώσουν τις δημοσκοπήσεις, κατάλαβαν κάτι, το οποίο μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες τους ήταν αδιανόητο: τις εκλογές δεν τις κερδίζουν τα χυδαία χάσταγκ για «παιδεραστές», ούτε τα Predator ούτε η αβάντα στην προπαγάνδα του Ερντογάν για τους μετανάστες, ούτε ο περιθωριακός υποκριτικός ανθρωπισμός του Ερντογάν, ούτε η υπεράσπιση εγκληματικών συμμοριών που είχαν κάνει άντρα τους φοιτητικές εστίες, ούτε η έμπρακτη στήριξη της ανομίας στα ΑΕΙ, ούτε τα φλερτ με τους Κουφοντίνες, ούτε το κλείσιμο του ματιού στους αντιεμβολιαστές, ούτε, τέλος, η προσπάθεια να πείσουν την κοινωνία ότι ζει σε «χούντα». Αυτά -στην συντριπτική πλειονότητά τους- είναι αποκυήματα μιας πολιτικά νεκρής αντίληψης, που ζει σε άλλες δεκαετίες, η οποία περιμένει ακόμα τον «τρίτο γύρο». Είναι προϊόντα της παιδικής αφέλειας, από κάποιους που πίστεψαν στ’ αλήθεια ότι το 2015 δεν συνέβη μια ανεπανάληπτη συγκυρία, αλλά ότι το 36% ζήτησε με μανία τη ρεβάνς του χαμένου Εμφυλίου. Η αυταπάτη κράτησε 8 χρόνια. Και τώρα οι «ριζοσπάστες» σπεύδουν να γίνουν επαίτες των «κυρ Παντελήδων».
Και το τραγικό για τους ίδιους είναι ότι το κάνουν βάσει των δημοσκοπήσεων, οι οποίες κατά τα άλλα είναι «στημένες». Θέλοντας και μη κατάλαβαν ότι αυτό που αποτυπώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις δεν είναι η «παραγγελιά του Μαξίμου». Είναι η πραγματικότητα. Δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων -που παραμένει σοβαρό θέμα- δεν υπήρξε ποτέ πρώτο μέλημα και αγωνία της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Επομένως, ποτέ δεν θα μπορούσε να «ρίξει» την κυβέρνηση. Δυσκολεύτηκαν -και δυσκολεύονται ακόμα- να καταλάβουν ότι η εξάρθρωση των εγκληματιών της Πολυτεχνειούπολης δεν είναι «έκρηξη αστυνομικής βίας», αλλά λύτρωση της κοινωνίας από εγκληματικά στοιχεία. Δυσκολεύονται ακόμα να καταλάβουν ότι όσο κι αν κοπανιούνται, κανένας εχέφρων πολίτης -ό,τι κι αν ψηφίζει- δεν μπορεί να πιστέψει ότι όσοι ψηφίζουν Ν.Δ. είναι «παιδεραστές» και «βιαστές».
Η στροφή που επιχειρεί ο Α. Τσίπρας είναι αποτέλεσμα του πολιτικού στραπατσαρίσματος στον τοίχο της πραγματικότητας. Και φάνηκε από την επίκαιρη ερώτηση που επέλεξε να κάνει, την προηγούμενη Παρασκευή, στον Κ. Μητσοτάκη. Προσπάθησε να εγκαταλείψει την περιθωριακή ατζέντα και να στραφεί στα σοβαρά και τα μεγάλα που απασχολούν την μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό. Δεν αρκούν όμως οι -ας το δεχθούμε- καλές προθέσεις. Καθώς και σε αυτήν τη συζήτηση ο Α. Τσίπρας ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τις δικές του αδυναμίες-παθογένειες, που είναι και του κόμματός του. Κατέφυγε πάλι σε λαϊκισμό, ψέματα και ακατέργαστες προτάσεις, κομμένες κατευθείαν από τα λεφτόδεντρα. Απ’ αυτές που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε νέα χρεοκοπία και νέα Μνημόνια.
Ο χρόνος που απομένει ως τις εκλογές πολιτικά είναι τεράστιος. Αλλά ελάχιστος για τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα της αναξιοπιστίας, της ανικανότητας και του πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Θα προλάβει, αν έστω μείνει συνεπής; Απέναντί του έχει μια κυβέρνηση η οποία έχει δώσει πλήθος δειγμάτων γραφής, και μάλιστα εν μέσω αλλεπάλληλων εξωγενών κρίσεων. Ενώ οι «κυρ Παντελήδες» πλέον ξέρουν, και μάλιστα από πρώτο χέρι. Και ως «νοικοκυραίοι» που είναι «φυλάνε τα ρούχα τους για να έχουν τα μισά».
Μένει ώσπου να φύγει…
Η «ΜΟΝΤΑΖΙΕΡΑ» ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Χωρίς κανέναν δισταγμό η Κουμουνδούρου κατέφυγε πάλι στο προσφιλές της σπορ: την παραποίηση και τη διαστρέβλωση. Θύμα της αυτή τη φορά -εκτός από το μόνιμο θύμα της που είναι η αλήθεια- ήταν ο Σ. Τσιόδρας. Ο οποίος, μιλώντας σε μια επιστημονική ημερίδα, είπε ότι «καταγράφηκε παταγώδης αποτυχία στο σημαντικό κεφάλαιο της διαχείρισης της πανδημίας που λέγεται “επικοινωνία κινδύνου’’ (…). Πιστεύω ότι αποτύχαμε γιατί σταματήσαμε να εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες και αρχίσαμε να πιστεύουμε στις ιδεοληψίες μας». Αυτή η ξεκάθαρη άποψη «μεταφράστηκε» από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα τρολ του σε «αποτύχαμε παταγωδώς στη διαχείριση της πανδημίας. Εμπιστευτήκαμε την ιδεοληψία και όχι την επιστήμη»! Το «μοντάζ» ήταν άριστο: «Δικαιώνει» την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για την «πλήρη αποτυχία» της κυβέρνησης και -εμμέσως- «δικαιώνει» και την «επιστήμη αλά Πολάκη». Μόνο που ο καθηγητής δεν είπε ούτε κατά διάνοια αυτό για το οποίο διψούσε η προπαγάνδα. Είπε πολύ απλά και καθαρά ότι η επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας από ένα σημείο και μετά απέτυχε παταγωδώς. Αλλο η διαχείριση της πανδημίας κι εντελώς άλλο η επικοινωνιακή διαχείρισή της, η οποία έδωσε χώρο σε αντιεπιστημονικές, θρησκόληπτες και ψεκασμένες ιδεοληψίες. Μαθητής της Α’ Δημοτικού καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορά… Κι έχει απόλυτο δίκιο ο Σ. Τσιόδρας. Από ένα σημείο και μετά -επικοινωνιακά- χάθηκε η μπάλα. Μιλούσαν πολλοί και πολύ. Ενώ οι συνεχείς μεταλλάξεις μπέρδευαν ακόμα περισσότερο τη φοβισμένη κοινωνία ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Οι Πολάκηδες, οι Πετράκοι και το αγράμματο παπαδαριό έκαναν πάρτι. Αυτή είναι η αλήθεια του καθηγητή. Ο οποίος, όμως, δεν έκρυψε και μια σκιά αλαζονείας. Λέγοντας τι έγινε και γιατί έγινε, είπε κάποια στιγμή: «Δεν ξέρω αν αποτύχαμε γιατί έφυγα από το προσκήνιο ή γιατί βγήκαν πολλοί άλλοι». Οι απαντήσεις σε τόσο σύνθετα ζητήματα ποτέ δεν είναι απλές κι εύκολες. Ο Σ. Τσιόδρας απέφυγε να πει τη λέξη «εγώ», ωστόσο προκύπτει αβίαστα μετά το «έφυγα».
Ο ρόλος του στην αντιμετώπιση της πανδημίας παραμένει ιστορικά αναντικατάστατος. Και δεν ξέρω αν σε τέτοιες περιστάσεις το «εγώ» είναι εκ των ων ουκ άνευ. Μπορεί και να είναι. Οταν κάποιος παίρνει πάνω του κάτι τόσο μεγάλο και τρομακτικό. Αλλά το «εγώ» δεν παύει να είναι «εγώ». Το οποίο παράγει διαπιστωμένες αστοχίες. Το ξέρουν, π.χ., όλοι όσοι ενεπλάκησαν με την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το μοντέλο καταγραφής των νεκρών της πανδημίας δεν ήταν/είναι αυτό που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο τμήμα της Ε.Ε. Είναι ένα μοντέλο που δεν διακρίνει τους συνανθρώπους μας που έφυγαν «από Covid-19» απ’ αυτούς που είχαν σοβαρό υποκείμενο νόσημα κι ήταν, π.χ., πολύ ηλικιωμένοι και ανεμβολίαστοι. Κι αυτό το μοντέλο ήταν επιμονή του Σ. Τσιόδρα, η οποία -κακώς-επιβλήθηκε και στην κυβέρνηση. Αν δεν ίσχυε αυτό το μοντέλο, αλλά ίσχυε το μοντέλο που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη -και όχι μόνο- και καταγράφονταν μόνο οι νεκροί που πέθαναν ΑΠΟ Covid-19, η εικόνα θα ήταν πιο καθαρή. Οι 33.000 νεκροί της πανδημίας ασφαλώς θα ήταν πολλοί λιγότεροι.
Οχι ότι δεν πρόκειται για μοναδικές χαμένες ζωές. Προς Θεού! Αλλά είναι άλλο να μη διαχωρίζονται οι άνθρωποι που έφυγαν εξαιτίας του Covid-19 από τους ανθρώπους που είχαν, π.χ., κάποιο πολύ σοβαρό υποκείμενο νόσημα, το οποίο οδηγεί από μόνο του στο θάνατο, ή ήταν ανεμβολίαστοι κι «έφυγαν» κολλώντας και Covid-19. Ο πολακισμός ακριβώς εκεί επάνω «πατάει» και εργαλειοποιεί και την πανδημία. Με αυτό το ανορθόδοξο άθροισμα κάνει χυδαία προπαγάνδα με τους νεκρούς. Και γι’ αυτό υπάρχει ευθύνη.