Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τις σχέσεις με τον γείτονα στον παρόντα χρόνο αν δεν μας γίνει κτήμα ότι για τους Τούρκους η Λωζάννη ήταν μια «μεταβατική, προσωρινή» συμφωνία, ένα «αναγκαίο κακό» επιβεβλημένο από τη διεθνή συγκυρία, που κάποια στιγμή στο μέλλον πρέπει να ανατραπεί. Ακόμη και η περίφημη συμφωνία Βενιζέλου-Ατατούρκ του 1930 δεν ήταν τόσο «αθώα» όσο φαίνεται. Επρόκειτο για μια λυκοσυμμαχία απέναντι στη φασιστική Ιταλία, που διεκδίκησε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εδάφη της Μικράς Ασίας, κατείχε τα Δωδεκάνησα και ξεκίνησε την επίθεσή της στην Ελλάδα όχι το 1940, αλλά το 1923, με το βομβαρδισμό της Κέρκυρας.
Από το 1941-42, με το φόρο περιουσίας στις μειονότητες της Κωνσταντινούπολης (varlik), η Τουρκία ακολουθεί με συνέπεια τις προσπάθειες ανατροπής της Λωζάννης και της ανάκτησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Θράκης – όπως στη συνέχεια και της Κύπρου. Οι τακτικές κινήσεις αλλάζουν με τη συγκυρία. Ο στρατηγικός στόχος παραμένει αμετακίνητος και καθρεφτίζεται τόσο στο χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας», που συνεχίζει να κοσμεί το γραφείο του Ερντογάν, όσο και στη συνάντηση που είχε προχθές ο Τούρκος πρόεδρος με τους ψευτομουφτήδες και τους επικεφαλής των «τουρκικών» συλλόγων της Θράκης στην πρεσβεία της Αθήνας.
Με το carte blanche που του δίνει η Διακήρυξη των Αθηνών, ο Ερντογάν θα συνεχίσει ανενόχλητος (και μάλιστα με οικονομία στρατιωτικών μέσων) να εργάζεται για την υλοποίηση του «Εθνικού Ορκου» (Misak-i-Milli) του 1920. Παράλληλα, έχει δέσει τα χέρια μιας Ελλάδας πρόθυμης (προσοχή, όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου) να «αγοράσει» κατευνασμό ως εκεί που δεν παίρνει. Μέχρις ότου «ξυπνήσει» όταν θα είναι πια πολύ αργά για να γίνει οτιδήποτε. Εκτός αν η κοινωνική πλειονότητα στη χώρα μας δεν έχει πρόβλημα με τη «βελούδινη», μεταμοντέρνα υλοποίηση του Misak-i-Milli. Οπότε, πάμε πάσο…