Η απόφαση ελήφθη όχι γιατί ο Τσίπρας άφησε «γεμάτα ταμεία», όπως διατείνονται στην Κουμουνδούρου -το περιβόητο «μαξιλάρι» παρέμεινε ανέπαφο εκείνο το διάστημα-, αλλά γιατί το μέτρο αυτό έστειλε δύο βασικά μηνύματα στην αγορά.
Πρώτον, ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ θα λειτουργήσει τελικώς υπέρ των δημοσίων εσόδων, γιατί θα αναθερμάνει την κτηματαγορά, όπως συνέβη τελικώς, και, δεύτερον, ότι στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης είναι η μεσαία τάξη, που έχει πολλαπλασιαστικό ρόλο τόσο στο σκέλος της κατανάλωσης όσο και σε εκείνο των επενδύσεων.
Σχεδόν 4 χρόνια μετά, η συνταγή πέτυχε. Οι μειώσεις των φόρων επεκτάθηκαν στα εισοδήματα φυσικών και νομικών εταιριών, ενώ το Δημόσιο όχι μόνο δεν έχασε εισπράξεις, αλλά πλέον πετυχαίνει υπέρβαση των εσόδων, καθώς η ανάπτυξη σπάει διαρκώς ανοδικά τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Η σύγκριση με την καχεκτική περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα είναι καταλυτική και η διαφορά αυτή θα κρίνει και τις επόμενες κάλπες. Η μεσαία τάξη πήρε μία μεγάλη ανάσα στην τετραετία Μητσοτάκη, ακόμα και οι πιο δύσπιστοι που «φοβόντουσαν» το σκιάχτρο του «νεοφιλελευθερισμού» είδαν την τωρινή κυβέρνηση να υλοποιεί γενναία μέτρα στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Και όλα αυτά σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, όπου μία στραβοτιμονιά μπορεί να γκρεμίσει τα πάντα στην οικονομία και την κοινωνία. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της παραιτηθείσας πρωθυπουργού της Βρετανίας, που έριξε μέσα σε λίγα 24ωρα τη χώρα στον γκρεμό των αγορών.
H «κομμουνιστική απειλή» στις ΗΠΑ
Οι επενδύσεις τρέχουν με διψήφιο ρυθμό αύξησης, οι εξαγωγές καλύπτουν πια το 18% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και το δημόσιο χρέος μειώνεται δραστικά κάτω από το 170% του ΑΕΠ. Ο Μητσοτάκης εστίασε την προσοχή του στο πώς θα μεγαλώσει την πίτα της οικονομίας, σε αντίθεση με τον Τσίπρα, που μέσω της υπερφορολόγησης περιόριζε τα διαθέσιμα εισοδήματα και κεφάλαια για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Η Ελλάδα έχει καταφέρει πολλά στο μέτωπο της οικονομίας, αν και έτυχαν πολλές αναποδιές. Ο πληθωρισμός παραμένει το βασικότερο πρόβλημα, καθώς «ροκανίζει» την ανάπτυξη όχι μόνο εδώ, αλλά σε όλη την Ευρώπη, που μπορεί να εισέλθει σε ύφεση στις αρχές του 2023, όμως η χώρα μας έχει μετατραπεί σε βασικό επενδυτικό προορισμό κεφαλαίων που αναγνωρίζουν τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Για αυτό και η ανάπτυξη θα συνεχισθεί την επόμενη χρονιά, υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, αλλά και της τουριστικής κίνησης.
Η μεσαία τάξη έγινε ισχυρότερη και μεγαλύτερη, ενώ οι οικονομικά ασθενέστεροι έλαβαν περισσότερες ενισχύσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια χάρη στη δυναμική της οικονομίας. Η μείωση της ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 ετών έδωσε ανάσες στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποχωρεί στην ιεράρχηση των προβλημάτων των πολιτών.
Η πορεία αυτή θα δοκιμασθεί στις εκλογές του 2023. Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί τη βάση της οικονομικής προόδου και το διακύβευμα είναι μεγάλο αλλά και σαφές προς όλους για να το προσπεράσουν όταν κρίνεται η προοπτική τους.