ΤΟ θέμα, όμως, είναι ότι οι πολίτες γνωρίζουν. Δεν μπορεί κανείς να τους γελάσει. Μπορεί να μη γνωρίζουν τι ακριβώς έγινε με τις συμβάσεις και τα έργα του ΟΣΕ που δεν τελείωναν ποτέ. Μπορεί να μην ξέρουν πώς τοποθετήθηκε εκεί ο σταθμάρχης. Αλλά ξέρουν πολύ καλά ότι το κράτος δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Το αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα, όταν ταλαιπωρούνται από τις δημόσιες υπηρεσίες για πολύ πιο απλά πράγματα, από το σύστημα ασφαλείας των σιδηροδρόμων.
Ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να παίξει το γνωστό του παιχνίδι. Τα ίδια έκανε με την πανδημία, με τα λοκντάουν, με τα εμβόλια, με την ενεργειακή κρίση, με την «5χρονη Μαρία» στον Εβρο. Εδώ και τέσσερα χρόνια καταγγέλλει και καταστροφολογεί. Τίποτα από όσα πόνταρε έως τώρα δεν του βγήκε.
ΤΩΡΑ ο ΣΥΡΙΖΑ το κάνει… λύσσα, για μια ακόμη φορά.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
ΕΙΝΑΙ προκλητικό να βγαίνουν και να ισχυρίζονται ότι όλα λειτουργούσαν ρολόι έως το 2019 και μετά ήρθε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα κατέστρεψε όλα. Είναι αστείο να ισχυρίζονται ότι υπήρξε φωτογραφική τροπολογία για τη μετάταξη ενός σταθμάρχη. Θα φανεί και στο επόμενο διάστημα, αλλά έτσι δεν πρόκειται να αποκομίσει κομματικά οφέλη.
ΟΜΩΣ, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και στην επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός πήρε ξεκάθαρη θέση, ζήτησε συγγνώμη, δεσμεύτηκε για την ολοκλήρωση των έργων.
ΤΟ να βγαίνουν κυβερνητικά στελέχη και να μιλούν για τις ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν προσφέρει κάτι στην κοινωνία που βιώνει θλίψη και οργή. Και πρέπει να ξέρουν ότι δεν προσφέρει και κάτι στη Ν.Δ.
ΟΙ πολίτες γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα ζητήματα, γι’ αυτό και την καταψήφισαν. Γι’ αυτό και εμπιστεύθηκαν τη διακυβέρνηση στη Ν.Δ. Γιατί θέλουν να αλλάξει η χώρα, να γίνουν βήματα προς τα εμπρός.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρελθοντολογεί. Πρέπει να κοιτάξει τους πολίτες στα μάτια. Να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί. Και να δείξει τον απαραίτητο δυναμισμό που απαιτούν οι στιγμές. Να εξηγήσει, γιατί είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να καταπολεμήσει τις παθογένειες και να εκσυγχρονίσει το «βαθύ κράτος».