Εκ των πραγμάτων, λόγω της γεωγραφικής της θέσης σε σχέση με το πολεμικό μέτωπο, ο γεωπολιτικός της ρόλος ήταν αναβαθμισμένος, όμως η ίδια μέσα σε τρεις μήνες φρόντισε να στριμωχθεί στη γωνία της διεθνούς διπλωματίας.
Αρχικά, ο Ερντογάν έπαιξε το χαρτί της «επιτήδειας ουδετερότητας», που άλλωστε γνωρίζει καλά εδώ και δεκαετίες η Τουρκία. Ηταν η μοναδική χώρα του ΝΑΤΟ που δεν εφάρμοσε τις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ενώ προσπάθησε να κρατήσει ανοιχτή γραμμή με το Κίεβο, το οποίο είχε προμηθεύσει τα προηγούμενα χρόνια με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη τύπου «Μπαϊρακτάρ». Μέχρι και διάσκεψη των δύο εμπολέμων οργάνωσε στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποιο απτό αποτέλεσμα που θα οδηγούσε στην ειρήνευση.
Παράλληλα, άνοιξε τις πύλες της στους Ρώσους ολιγάρχες και, κρατώντας ανοιχτούς τους αεροδιαδρόμους με Μόσχα, θέλησε να παρακάμψει το εμπάργκο της Δύσης προσελκύοντας τα κεφάλαια της Ρωσίας.
Με την τακτική αυτή θέλησε να εκβιάσει τη Δύση, ξεκίνησε με τα γνωστά ανατολίτικα παζάρια ακόμη και για την ένταξη της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ενώ θεώρησε ότι θα μπορούσε να θέσει στο περιθώριο την Ελλάδα, η οποία αμέσως συντάχθηκε με τη Δύση, έστειλε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία και επέβαλε τις προβλεπόμενες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Στο πλαίσιο αυτό, και κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχε ο Ερντογάν με τον Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη, θέλησε να καταστήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ένα διμερές πρόβλημα, στο οποίο η Αγκυρα θα έθετε την ατζέντα και η Αθήνα θα απαντούσε, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ αποδεκτό από τον Ελληνα πρωθυπουργό.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Η χώρα μας δεν είναι ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αναπόσπαστο τμήμα της Δύσης, με ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με ΗΠΑ και Γαλλία, και αναβαθμισμένο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η επιτυχημένη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον διέλυσε τις αυταπάτες του Ερντογάν και επιβεβαίωσε τις αναβαθμισμένες σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ. Η ζημιά που υπέστη ο Τούρκος πρόεδρος ήταν μεγάλη όχι μόνο σε επίπεδο εντυπώσεων, αλλά και ουσίας. Η Τουρκία, που είχε προκαταβάλει στις ΗΠΑ 5 δισεκατομμύρια δολάρια για τη συμπαραγωγή των F-35, βρίσκεται ήδη εκτός προγράμματος και βλέπει τη χώρα μας να προχωρά τις διαδικασίες για την αγορά μίας μοίρας των μαχητικών αεροσκαφών, ενώ ταυτόχρονα το Κογκρέσο είναι αρνητικό ακόμη και στο αίτημα της Αγκυρας για εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16. Ο Ερντογάν πίστεψε ότι κρατούσε τα κλειδιά των ενεργειακών εξελίξεων ελέγχοντας τα Στενά, όμως η αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης και η μετατροπή της σε κόμβο για την προώθηση του αμερικανικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη χάλασε ένα ακόμη σχέδιό του.
Παράλληλα, η προσέγγιση Αθήνας και Ουάσιγκτον είναι εμφανής και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, που πλέον αντιμετωπίζουν τις ΗΠΑ ως τον βασικότερο εταίρο τους και κρατούν αποστάσεις από την Αγκυρα. Ολες αυτές οι κινήσεις στη διπλωματική σκακιέρα μετρούν διπλά, για αυτό ο Ερντογάν προσπαθεί τώρα να χαλάσει την παρτίδα.
Οι σπασμωδικές του αντιδράσεις, με κορυφαία το «Μητσοτάκης γιοκ», που δείχνουν πόσο τον έχουν ενοχλήσει τα αποτελέσματα των επαφών του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, κρύβουν κινδύνους, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημά του.
Μπορεί η Αγκυρα να θελήσει ξανά να εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό, όπως έπραξε τον Μάρτιο του 2020 στον Εβρο, ή να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, όμως οι ελληνικές Αρχές είναι έτοιμες για να αντιμετωπίσουν κάθε πρόκληση με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.
Η Ελλάδα φυλάσσει τα χερσαία και θαλάσσια σύνορά της, είναι θωρακισμένη αμυντικά, έχει στρατηγικές συμμαχίες και ασκεί διπλωματία με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Για αυτό και τα νεύρα του Ερντογάν δεν θα έχουν αποτέλεσμα.