Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έδωσε άδεια στον πετρελαϊκό κολοσσό της Chevron να επαναλάβει περιορισμένα τις εισαγωγές από τη χώρα του Μαδούρο, συμβάλλοντας θεωρητικά στο να πέσουν οι τιμές των καυσίμων στην αμερικανική αγορά. Η Βενεζουέλα κάθεται πάνω στα μεγαλύτερα πετρελαϊκά κοιτάσματα του κόσμου και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 παρήγε 3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Από αυτά, τα 1,8 εκατομμύρια εξάγονταν στις ΗΠΑ.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Ομως ο «πόλεμος» με το μπολιβαριανό καθεστώς μείωσε την παραγωγή κατά τα τρία τέταρτα. Σε αυτό, άλλωστε, αποσκοπούσαν οι κυρώσεις, να αποστερήσουν τους «τσαβιστές» από τη βασική τους πηγή εσόδων. Τώρα, η άδεια της αμερικανικής κυβέρνησης δεν επιτρέπει στη Chevron να ανοίξει νέα πηγάδια στη Βενεζουέλα, αλλά να αντλήσει από τα παλιά. Στην καλύτερη περίπτωση, η ημερήσια παραγωγή θα φτάσει τα 200.000 βαρέλια, δηλαδή σταγόνα στον ωκεανό του παγκόσμιου output της εταιρίας. Δεδομένου ότι η Chevron έχει απαιτήσεις 4 δισ. δολάρια από την Petroleos de Venezuela, τα κέρδη για τον Μαδούρο θα είναι περισσότερο συμβολικά. Ελάχιστα, όμως, θα επηρεάσει η χαλάρωση των κυρώσεων και την τσέπη του μέσου Αμερικανού.
Το βρόμικο σε σύσταση και ακριβό σε εξόρυξη πετρέλαιο της Βενεζουέλας θα καλύψει μόνο το 1% της ζήτησης στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποδειχθεί ζημιογόνο. Αλλωστε, τα πεδία στο δέλτα του Ορινόκο είναι από τα πιο ρυπογόνα στον κόσμο (με διπλάσια εκπομπή αερίων θερμοκηπίου από τα σαουδαραβικά) και κάποια στιγμή ίσως η Ουάσιγκτον αναγκαστεί να τα εγκαταλείψει.
Σύντομα, λοιπόν, ο Μπάιντεν θα κληθεί να αποφασίσει αν αξίζει τον κόπο, για χάρη των πετρελαιάδων του Τέξας και της διαφοροποίησης από τα ρωσικά καύσιμα, να κλείνει συμφωνίες με ένα καθεστώς εχθρικό στις ΗΠΑ.