Εκτός από τα Εξάρχεια ο Χρυσοχοΐδης απελευθέρωσε την Πατησίων, που επί χρόνια τα τρόλεϊ δεν μπορούσαν να περάσουν μπροστά από το Πολυτεχνείο τα βράδια χωρίς τον κίνδυνο οι κουκουλοφόροι να κατεβάσουν τους επιβάτες και να βάλουν στο όχημα φωτιά. Εβαλε σε τάξη τον χώρο μπροστά από την ΑΣΟΕΕ, άδειασε κτίρια που είχαν καταληφθεί και έδωσε την εντύπωση ότι για πρώτη φορά αυτοί που έπρεπε να ανησυχούν είναι οι κακοποιοί και οι τρομοκράτες και όχι οι πολίτες.
Οι λόγοι που ο Χρυσοχοΐδης αποπέμφθηκε από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Ενας ότι πλήρωσε τις καλοκαιρινές πυρκαγιές του ιδίου έτους. Ενας άλλος ότι έπεσε θύμα των συγκρούσεων μέσα στο Μαξίμου. Ενας τρίτος ότι αρνήθηκε να καταδικάσει τους αστυνομικούς στα επεισόδια της Νέας Σμύρνης το 2021 για χρήση υπερβολικής βίας. Εάν είναι ο τρίτος, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να έχει παράπονο από τον Τάκη Θεοδωρικάκο όταν μετά την επιδρομή των κουκουλοφόρων την περασμένη Τετάρτη έξω από την ΑΣΟΕΕ, που ανάγκασε έναν αστυνομικό να πυροβολήσει στον αέρα, κίνησε διαδικασίες για την πειθαρχική εξέταση του περιστατικού.
Με την ανακοίνωση της αστυνομίας να αναφέρει ότι από τις 12 και μισή το μεσημέρι είχε δοθεί εντολή να μην περνάνε περιπολικά στην Πατησίων μπροστά στην ΑΣΟΕΕ έχουμε επανάληψη του «κάντε ότι κοιμάστε» του 2018. Αυτή τη φορά όχι στους πολίτες, στην περίπτωση που κάποιος διαρρήκτης μπει σπίτι τους, αλλά στους αστυνομικούς όταν οι κουκουλοφόροι καταλαμβάνουν την πόλη.
Δεν χρειαζόμαστε μια ασύδοτη αστυνομία αλλά ακόμα λιγότερο χρειαζόμαστε ένα φοβικό υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που μπροστά στον τρόμο ότι δεν θα εγκρίνουν τις ενέργειές του οι «φιλελέφτ» στέλνει το μήνυμα ότι η πόλη ανήκει ξανά στους κουκουλοφόρους. Το «η κυβέρνηση των αρίστων» που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να γελοιοποιήσει μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Φτάνει να γίνει αντιληπτό ότι αυτοί που είναι άριστοι για το σαλόνι δεν είναι άριστοι και για το λιμάνι. Το λάθος στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι πολύ προφανές ώστε στην επόμενη κυβέρνηση να μείνει αδιόρθωτο.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΣΕΙΡΑΓΑΚΗ
Η αποφυλάκιση του παιδεραστή Νίκου Σειραγάκη φέρνει στην επικαιρότητα το θέμα των ονομαστικών ποινών φυλάκισης στην Ελλάδα. Πώς δηλαδή κάποιος που έχει καταδικαστεί σε 401 χρόνια φυλάκισης για βιασμούς και ασέλγεια σε 36 ανηλίκους μπορεί να αποφυλακιστεί 12,5 χρόνια από τη σύλληψή του.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι ποινές των δικαστηρίων στην Ελλάδα είναι όπως οι νόμοι. Οι ποινές αρχικά δίνονται για να φανεί πόσο σκληρή είναι η δικαιοσύνη και εφαρμόζονται σαν κάθε έγκλημα να συγχωρείται μετά από μία δεκαετία. Επίσης, έτσι όπως γίνεται η εφαρμογή του νόμου, είναι επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Ανάμεσα στα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής είναι ότι ακόμα και ο χειρότερος των εγκληματιών έχει δικαίωμα στη ζωή, φτάνει να μη βγει και επαναλάβει τα εγκλήματά του. Η περίπτωση του Σειραγάκη είναι από εκείνες που η κοινωνία του 21ου αιώνα δείχνει τη μεγαλοψυχία της αφήνοντάς τον στη ζωή. Το να μπορεί να βγει από τη φυλακή ύστερα από 12,5 χρόνια είναι προσβολή στα 36 θύματά του. Και δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε από τον εισαγγελέα Εφετών να επεμβαίνει για να δει αν το βούλευμα του δικαστηρίου που αποφυλάκισε τον Σειραγάκη έχει κενά. Περισσότερο από δικαιοσύνη ακούγεται σαν ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, μια σαθρή βάση για την εφαρμογή των νόμων.
Περί κυβερνήσεων συνεργασίας…
Οι εκλογές είναι περίοδος αισιοδοξίας. Από το να έχεις ένα κόμμα που παίρνει στις σφυγμομετρήσεις 1% και να ελπίζει ότι θα το βάλεις στη Βουλή ως και να ελπίζεις ότι θα γίνεις πρωθυπουργός χωρίς να έχεις κόμμα.
Κατά πρώτον, κυβερνήσεις συνεργασίας προφανώς υπάρχουν. Από τη στιγμή που οι πολιτικές πλατφόρμες δύο κομμάτων επιτρέπουν συνεργασίες. Χωρίς να προδοθεί η λαϊκή εντολή που δόθηκε στα κόμματα στις εκλογές. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν ο ένας να έχει ψηφίσει Ν.Δ. γνωρίζοντας ότι στηρίζει την ύπαρξη φράχτη στον Εβρο και ο άλλος ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζοντας ότι την επέκταση του φράχτη έχει καταψηφίσει ο Παπαδημούλης στην Ευρωβουλή και να γίνεται κυβέρνηση με έναν τρίτο, ας πούμε τον Ευάγγελο Βενιζέλο, που δεν τον έχει ψηφίσει κανένας. Είναι ο ορισμός της αντίληψης ότι ο σεβασμός, η δέσμευση στη λαϊκή εντολή τελειώνει τη στιγμή της ψήφου.
Είναι ο ορισμός της πολιτικής φαυλότητας που τα κόμματα θα τα ενώνει η συνεκμετάλλευση της εξουσίας. Εάν αυτό έγινε στην κυβέρνηση του ’15, όταν ο Αλέξης Τσίπρας συνέπραξε με τον Πάνο Καμμένο, δεν είναι και καμία χρυσή στιγμή του κοινοβουλευτισμού. Ούτε καν για τις χαμηλές απαιτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ.