Η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ αυτή απόφαση αναδεικνύει δύο πολύ σοβαρές παθογένειες στο εθνικό νομικό, αξιακό μας σύστημα, που δυστυχώς δεν έχουν αντιμετωπιστεί. Η πρώτη αφορά τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις, βασιζόμενες άλλοτε στο γράμμα ενός αμφιλεγόμενου νόμου, που δεν λαμβάνει πάντοτε υπόψη του το είδος του εγκλήματος, είτε σε διαφορετική ερμηνεία που δίνεται π.χ. στο θέμα της αναδρομικότητας, όπως έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση με το συμβούλιο πρωτοδικών να απορρίπτει την αίτηση αποφυλάκισης, αλλά αυτή να εγκρίνεται σε δεύτερο βαθμό από το συμβούλιο εφετών. Και η δεύτερη παθογένεια είναι αυτή που αφορά το ίδιο το νομικό «οπλοστάσιο», δηλαδή το νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να επιτρέπει την αποφυλάκιση ενός καταδικασθέντος για βιασμούς ανηλίκων μετά από ελάχιστα χρόνια έκτισης ποινής.
ΒΕΒΑΙΩΣ, οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης λαμβάνονται με βάση τους νόμους και όχι με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όμως θα πρέπει να συνάδουν με αυτό, το οποίο δεν μπορεί να αγνοείται σε τέτοιου είδους εγκλήματα, ιδίως εάν ο νόμος προβλέπει και την αποφυλάκιση και τη μη αποφυλάκιση. Κατά συνέπεια, η κρίση των δικαστών είναι καθοριστική και κρίσιμη, καθώς μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετη, όπως είδαμε στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις δύο αποφάσεις σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Με απλά λόγια, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν απερρίφθη και η δεύτερη αίτηση αποφυλάκισης όπως απερρίφθη η πρώτη, που σημαίνει ότι υπήρχε τέτοια δυνατότητα με βάση τον νόμο.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ το απαράδεκτο αυτό γεγονός, το οποίο ασφαλώς δεν είναι το μόνο, διαπιστώνουμε την αναγκαιότητα μιας μεταρρύθμισης του Ποινικού Κώδικα, η οποία δεν έγινε από τη σημερινή κυβέρνηση. Γιατί όντως το υπουργείο Δικαιοσύνης έσπευσε να διορθώσει κάποιες από τις εγκληματικές τροποποιήσεις που είχε κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είχε δώσει τη δυνατότητα αποφυλάκισης ακόμα και ισοβιτών, με επιχείρημα την αποσυμφόρηση των φυλακών, όμως αποδεικνύεται πως οι βελτιώσεις αυτές δεν αρκούν, αλλά απαιτείται ριζική μεταρρύθμιση που θα πρέπει να γίνει στην επόμενη θητεία της κυβέρνησης.