Δεν άρεσε στον υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Φαραντούρη, η απρόσμενη αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τη Standard & Poor’s και προσπάθησε να την αποδομήσει λέγοντας πως η κλίμακα ΒΒΒ- δεν… τρώγεται.
Κάνει μεγάλο λάθος ο κ. Φαραντούρης, ο οποίος και ως καθηγητής πανεπιστημίου θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στις διατυπώσεις του και να μην πέφτει στις εύκολες ατάκες του λαϊκισμού για να προκαλεί εντυπώσεις.
Οι αξιολογήσεις «τρώγονται» και «παρατρώγονται». Για να το προσεγγίσουμε ανάποδα, όταν επί Τσίπρα η ελληνική οικονομία βρέθηκε ένα βήμα πριν από την άβυσσο του Grexit με την «περήφανη διαπραγμάτευση» και το τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα, όλοι οι επενδυτικοί οίκοι είχαν τοποθετήσει τα ελληνικά ομόλογα στους «σκουπιδοτενεκέδες» των αγορών. Η Standard & Poor’s είχε κατατάξει την εθνική μας οικονομία στην κατώτατη κλίμακα, κάπου μεταξύ C και CC. Και όλοι γνωρίζουμε ότι τότε αυτός που δεν «έτρωγε», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση Φαραντούρη, ήταν ο ελληνικός λαός, με την ανεργία στα ύψη, τους μισθούς στα 300 ευρώ και το τραπεζικό σύστημα κλειστό, αποθαρρύνοντας κάθε επενδυτική πρωτοβουλία.
Επί Μητσοτάκη, η ελληνική οικονομία αναβαθμίσθηκε καμιά 15αριά φορές και από τα υπόγεια των πιστοληπτικών οίκων βρέθηκε ξανά στην επενδυτική κλίμακα. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που έφερε επενδύσεις, πρόσθεσε αξιοπιστία στη χώρα και δημιούργησε συνθήκες ισχυρής ανάπτυξης. Και κάθε αναβάθμιση δημιουργούσε εισοδήματα και θέσεις εργασίας – αυτά είναι αφηρημένα μεγέθη, ούτε βαθμολογίες στα χαρτιά που δεν «τρώγονται».
Χρειάστηκαν σχεδόν 13 χρόνια για να ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα, όταν την είχαμε χάσει μέσα σε έξι μήνες, την άνοιξη του 2010.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Οταν κατάλαβε την γκάφα του, ο κ. Φαραντούρης θέλησε να δώσει και «επιστημονικό χαρακτήρα» στην επιχειρηματολογία του, με ακόμα χειρότερα αποτελέσματα.
Είπε, για παράδειγμα, ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να καταγγείλει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ότι η έκθεση της S&P έχει ανησυχητικές διαπιστώσεις, όπως ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2023 ήταν μόλις 2% από 5,6% το 2022. Ξεχνά, βέβαια, να αναφέρει ο κ. Φαραντούρης ότι η ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν διπλάσια σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, όσο για το 2%, δεν το είχαν δει ούτε στα όνειρά τους όταν κυβερνούσαν Τσίπρας και Τσακαλώτος.
Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτό ο καθηγητής, πρόσθεσε ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα ανέρχονται μόνο στο 14% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 22%, μόνο που και πάλι επί ΣΥΡΙΖΑ οι επενδύσεις ήταν σε μονοψήφιο επίπεδο ως προς το συνολικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Μέχρι και αυξημένο κόστος δανεισμού «ανακάλυψε» ο Φαραντούρης, λέγοντας πως το σταθμισμένο επιτόκιο της χώρας εκτινάχθηκε στο 3,7% το 2023 από 1,3% το 2022. Ωστόσο, μέτρο σύγκρισης είναι η διαφορά του ελληνικού επιτοκίου από το γερμανικό, το περίφημο «σπρεντ», το οποίο είναι πολύ χαμηλό, η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα από την Ισπανία και την Ιταλία, ενώ δεν ξεχνάμε ότι επί Τσίπρα είχε φτάσει το επιτόκιο δανεισμού στο 25%.
Οταν όμως ακούγονται αυτοί οι λαϊκισμοί από έναν από τους επιστήμονες του ΣΥΡΙΖΑ, μήπως «τσιμπήσει» κάποιος αδαής, δεν πρέπει να απορούμε για το κρεσέντο ανευθυνότητας και της ηγεσίας του κόμματος γύρω από θέματα οικονομίας.
Αυτό που σίγουρα δεν τρώγεται άλλο είναι η κοροϊδία με τα «Προγράμματα Θεσσαλονίκης» και το σκίσιμο της λιτότητας, για τα υπόλοιπα οι πολίτες ξέρουν και κρίνουν.