Για να είμαστε όμως ακριβείς, πρέπει να αφαιρέσουμε κάποιες αφού ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε τον Ιούλιο του 2019. Επίσης, στο νούμερο αυτό δεν περιλαμβάνονται μόνο νέες εντολές άρσης του απορρήτου, αλλά και παρατάσεις προγενέστερων διατάξεων, καθώς και διατάξεις που ορίζουν την παύση της παρακολούθησης. Όμως, ακόμα και έτσι, μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες παρακολουθήσεις πολιτών που έγιναν επί ημερών της πρώτης φοράς Αριστερά.
Επιπλέον, ο πραγματικός αριθμός όσων παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ -και όσων παρακολουθούνται ακόμα ασφαλώς- πιθανόν να είναι πολλαπλάσιος, αφού τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις ετήσιες εκθέσεις της ΑΔΑΕ αφορούν μόνο στο πλήθος των διατάξεων και όχι στα πρόσωπα ή στις συνδέσεις. Οπότε, για ποιο λόγο εμφανίζεται αρνητική η Κουμουνδούρου στο ενδεχόμενο να διευρυνθεί το χρονικό εύρος που θα ερευνήσει η Εξεταστική Επιτροπή; Γιατί να μην απαντήσει, για παράδειγμα, για την απόφαση του 2018 να μειωθεί ο αριθμός των εισαγγελέων από δύο σε έναν;
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι καμία διάθεση συμψηφισμού δεν υπάρχει. Αντιθέτως, είναι ορθή η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, όπως ορθή και ξεκάθαρη ήταν η άμεση αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη να απομακρύνει από τη θέση του τον επικεφαλής της ΕΥΠ και έναν εκ των στενότερων συνεργατών του. Ομως, παρακολουθήσεις πολιτών με την επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας γίνονταν και επί των προηγούμενων κυβερνήσεων, οπότε η εργαλειοποίηση του θέματος με αυτόν τον ακραίο τρόπο από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι απαράδεκτη και υποκριτική. Τα ισοπεδώνει όλα με τοξικό λόγο και δηλητηριώδεις υπερβολές, λες και ζούμε σε εποχές KGB.
Αν κάτι πάει στραβά στο πλαίσιο λειτουργίας των υπηρεσιών ασφαλείας, τώρα είναι η ευκαιρία να διορθωθεί με τις υποθέσεις Ανδρουλάκη και Κουκάκη. Αν το σύστημα έχει βολικά «κενά», αν γίνεται κατάχρηση στις παρακολουθήσεις πολιτών με την επίκληση εθνικών λόγων, αν χρειάζονται διπλές και τριπλές δικλίδες διαφάνειας και λογοδοσίας, τότε η Εξεταστική Επιτροπή και η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας θα μπορούσαν να είναι μια χρυσή ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι όλες οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις θα συνεργαστούν με ειλικρίνεια και υπερκομματική διάθεση. Αλλά αυτά για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι άγνωστες λέξεις.