Ποιος δεν θα ήθελε να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο όλα τα μεγάλα μουσεία της χώρας; Προσοχή, η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται στο χώρο του πολιτισμού προσκρούουν σε απαρχαιωμένες αντιδράσεις συντεχνιακού τύπου και ιδεοληψίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Αυτές τις ημέρες συζητείται στη Βουλή το νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό στη λειτουργία των πέντε μεγαλύτερων μουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο και Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου), με βάση το καθεστώς που εφαρμόζεται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Οι ειδικές υπηρεσίες του υπουργείου θα μετατραπούν σε Νομικό Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, θα αποκτήσουν ξεχωριστά Διοικητικά Συμβούλια και θα μπορούν να διαχειρίζονται αυτόνομα τους πόρους που εισπράττονται από εισιτήρια, πωλητήρια ή εκδηλώσεις, αλλά και να διεκδικούν κονδύλια από ευρωπαϊκά προγράμματα χωρίς τη σημερινή γραφειοκρατία.
Με άλλα λόγια τα μουσεία, που συνιστούν πραγματικό πολιτιστικό θησαυρό για τη χώρα, θα «ξεκουνηθούν» από τη σημερινή στασιμότητα, όποιος έχει περάσει από τα φτωχά πωλητήριά τους αντιλαμβάνεται ακριβώς πόσα πρέπει να αλλάξουν, και θα αναδείξουν τον πλούτο τους.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν γίνεται καμία «ιδιωτικοποίηση», το παράδειγμα λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης εξουδετερώνει τέτοιους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τους οπαδούς της απόλυτης ακινησίας. Επίσης, τα συγκεκριμένα μουσεία και με το νέο τους καθεστώς ανήκουν στον δημόσιο τομέα, εφαρμόζουν υποχρεωτικά τις διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας, χρηματοδοτούνται, ελέγχονται και εποπτεύονται από το κράτος, στελεχώνονται από το προσωπικό του υπουργείου Πολιτισμού, που επιθυμεί να συνεχίσει να απασχολείται σε αυτά, και δεν μεταβάλλεται το σημερινό εργασιακό, μισθολογικό και ασφαλιστικό του καθεστώς.
Τα μεγάλα μουσεία χρειάζονται φωτισμένους ανθρώπους από τον κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων που θα μετέχουν στις διοικήσεις και θα λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς τις αγκυλώσεις του Δημοσίου.
Αυτό ισχύει σε όλα τα επιτυχημένα μοντέλα λειτουργίας των χώρων πολιτισμού διεθνώς, η ελληνική οικονομία θα ωφεληθεί πολλαπλώς εάν εκσυγχρονισθούν τα μεγάλα μουσεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κρήτη, ενώ οι διοικήσεις τους θα λογοδοτούν και στο κράτος αλλά και στους επισκέπτες τους.
Κι όμως, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αντιδρά στην αλλαγή λειτουργίας, υποστηρίζοντας ότι «υπονομεύει τον ενιαίο χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και οδηγεί στη διάλυσή της», ενώ ισχυρίζεται ότι τα δημόσια μουσεία θα μετατραπούν σε κυβερνητικά υποχείρια, καθώς η υπουργός θα επιλέξει και θα διορίσει Διοικητικά Συμβούλια και γενικούς διευθυντές.
Η άποψη αυτή δεν αντέχει σε κριτική, οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να επιζητούν την αλλαγή ώστε να αναδειχθεί ο πλούτος των μουσειακών χώρων και να αποκτήσει κάθε μονάδα νέες χρηματοδοτικές λύσεις για τον εκσυγχρονισμό τους και όχι να γαντζώνονται σε απαρχαιωμένα πρότυπα που οδηγούν σε μαρασμό τον πολιτισμό.
Η μεταρρύθμιση πρέπει να προχωρήσει, μακάρι όλα τα μουσεία της χώρας να λειτουργούσαν όπως της Ακρόπολης, ο πλούτος των εκθεμάτων τους δεν πρέπει να μένει υπό τη σκιά αντιδράσεων εκτός πραγματικότητας.