Ας δούμε λίγο την πραγματικότητα. Το 2021 δηλώθηκαν εισοδήματα 84 δισ. ευρώ από φυσικά πρόσωπα. Από αυτά το 78%, δηλαδή τα 66 δισ. ευρώ, ήταν μισθοί και συντάξεις και μόλις ένα 5% (4,3 δισ. ευρώ) ήταν από επιχειρηματική δραστηριότητα. Το 80% των νοικοκυριών που έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα δηλώνει εισοδήματα μικρότερα από 10.000 ευρώ. Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη κατά περίπου 40 δισ. ευρώ. Αρα, οι 8 (στους 10) φορολογούμενοι, που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να δηλώσουν ψευδή εισοδήματα, πληρώνουν για λογαριασμό των 2 υπολοίπων. Και από πάνω, χάνουν κάθε επίδομα τύπου Pass, αφού δεν το… δικαιούνται λόγω εισοδήματος! Ετσι, οι επιτήδειοι βγαίνουν διπλά κερδισμένοι εις βάρος των κορόιδων.
Τα στατιστικά στοιχεία είναι η αποτύπωση της καθημερινότητας που όλοι ζούμε. Υπάρχουν γιατροί, δικηγόροι, κομμωτές, υδραυλικοί, αυτοκινητιστές, γυμναστές που καταφέρνουν το ακατόρθωτο, να ζουν με 200 ή 300 ευρώ τον μήνα. Συνολικά 15 κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνουν καθαρά εισοδήματα μικρότερα των 10.000 ευρώ ετησίως. Θα πείτε όλοι οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι κομμωτές, οι υδραυλικοί, οι αυτοκινητιστές ή οι γυμναστές φοροδιαφεύγουν; Οχι. Εξ ου και το νέο σύστημα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και εξήγησε ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης, είναι μαχητό, δηλαδή μπορείς να προσκομίσεις στην εφορία τα αποδεικτικά που αποδεικνύουν την αλήθεια. Επίσης, έχει μια σειρά εξαιρέσεων, π.χ. για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις ή για τους κατοίκους μικρών οικισμών που λειτουργούν ως ασφαλιστικές δικλίδες φορολογικής δικαιοσύνης.
Φυσικά, υπάρχει και η φοροδιαφυγή πολιτών με υψηλά εισοδήματα, οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους άλλα εργαλεία, κυρίως φοροαποφυγής (sic), όπως την ίδρυση offshore εταιριών και την αλλαγή φορολογικής έδρας. Αυτό κάνει τη φοροδιαφυγή της διπλανής πόρτας λιγότερο λάθος; Κάποια στιγμή πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Η κουλτούρα της φοροδιαφυγής και η λαϊκιστική ανοχή σε αυτήν είναι το σύμπτωμα μιας παθογένειας τόσο βαθιάς που δύσκολα γιατρεύεται. Η αλήθεια είναι πως ιστορικά αντέχει σε διάφορες εξηγήσεις, αφού από τις απαρχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αλλά και ακόμα παλαιότερα, από τα χαράτσια της τουρκοκρατίας, είχαμε να αντιμετωπίσουμε άδικους και εξοντωτικούς φόρους. Οι φοροεισπράκτορες, δικοί μας ή κατακτητές, ήταν κόκκινο πανί για τα φτωχότερα στρώματα και αυτό έχει διαποτίσει τη συλλογική μας μνήμη.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Υπάρχει και άλλη μία μεγάλη αλήθεια: Οτι οι κυβερνήσεις του νεότερου ελληνικού κράτους χρησιμοποίησαν δεκάδες απίθανες και δαιδαλώδεις παραλλαγές φορολογικών συστημάτων για να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, χωρίς όμως να τα διοχετεύσουν στον εκσυγχρονισμό του κράτους. Μια ματιά στα νοσοκομεία, στη Δικαιοσύνη, στις υπηρεσίες του Δημοσίου και τις υποδομές μας είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών για τις «μαύρες τρύπες» στις οποίες εξαφανίζονται τα λεφτά των φορολογουμένων.
Κάπως έτσι καλλιεργήθηκε μια κοινωνική συνείδηση που ονειρευόταν διαρκώς φοροαπαλλαγές, φοροελαφρύνσεις, παρατάσεις προθεσμιών και σβησίματα προστίμων, πολίτες που υποκρίνονταν πως ελέγχονταν και ένα πολιτικό σύστημα που υποκρινόταν πως ελέγχει. Μέχρι πότε όμως το κακό μας παρελθόν θα δείχνει τον δρόμο για το μέλλον; Ισως τόσο όσο θα αρνούμαστε να δούμε το παρόν μας.