Θερινή απόδραση λοιπόν στα Κύθηρα τα οποία και τα βρήκαμε και το πλοίο της γραμμής δεν χάσαμε. Οι επτά ημέρες διαμονής πέρασαν γρηγορότερα από το αναμενόμενο καθώς όπως είναι γνωστό όλα τα ωραία τελειώνουν γρήγορα και έφτασε η ώρα της επιστροφής.
Με πεσμένη διάθεση πατήσαμε γκάζι για το λιμάνι και αφού σχεδόν στο παρά τσακ προλάβαμε το πλοίο επιστρέψαμε στη Νεάπολη και έπρεπε να ανηφορίσουμε από το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου προς την Αθήνα. Και εδώ αρχίζουν τα ωραία!
Οποιος έχει κάνει τη συγκεκριμένη διαδρομή θα έχει διαπιστώσει ότι ΠΟΥΘΕΝΑ δεν θα βρει ταμπέλα που να λέει κάτι άλλο εκτός από Σπάρτη και κάποιους οικισμούς γύρω από αυτή. Πινακίδες με λέξεις όπως Αθήνα, Πάτρα, Κόρινθος ούτε κατά διάνοια δεν έβρισκες στον δρόμο.
Η επιλογή λοιπόν είναι να ακολουθείς το GPS αρκεί να έχει σήμα παντού, κάτι που δεν ήταν εφικτό, και κυρίως στις διασταυρώσεις να ακολουθείς το ένστικτό σου. Να φανταστείτε το ύψος της απόγνωσης έφτασα στο σημείο να κάνω στάση για να ρωτήσω, ντροπιάζοντας το ανδρικό φύλο, που ως γνωστός το να ρωτήσουμε κατά που πάμε σε έναν δρόμο είναι κάτι αντίστοιχο με το προπατορικό αμάρτημα.
Ο διάλογος μεταφέρεται αυτούσιος:
-Καλημέρα. Δύο πορτοκαλάδες, μία coca cola και μία ερώτηση: Δεν έχετε πουθενά ταμπέλες για Αθήνα;
-Αστα φιλαράκι. Μην ελπίζεις; ότι θα βρεις. Πας ευθεία, στο πρώτο αριστερά και πάλι ευθεία. Κάποια στιγμή θα βρεις πινακίδα αλλά όχι εδώ κοντά.
-Ρε παιδιά ακόμη το κρατάτε μανιάτικο από τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Γελάσαμε και ξεκινήσαμε με την ελπίδα οι οδηγίες να είναι ακριβείς και να μην γυρίζουμε άσκοπα στα χωριά της Σπάρτης με 42 βαθμούς κελσίου.
Τελικά, πολύ μετά τη Σπάρτη, είδαμε επιτέλους την πρώτη πινακίδα που έγραφε για Αθήνα και η αγωνία για το που πάμε έληξε αλλά η ερώτηση παραμένει «Μήπως δεν έληξε ο Πελοποννησιακός πόλεμος».