Με τους «αντίπαλους» Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθερους ή με τους «όμορους» (ακρο)δεξιούς ευρωσκεπτικιστές, που δεν του ροκανίζουν μόνο ψήφους αλλά και την ψυχή του; Μεγάλο το δίλημμα, καθόλου αυτονόητη η απάντηση…
Στην Ισπανία, το Λαϊκό Κόμμα έσπασε ένα ταμπού αποδεχόμενο την υποστήριξη του Vox σε πέντε περιφέρειες. Αν, μάλιστα, έβγαιναν τα κουκιά στις τελευταίες εθνικές εκλογές, τότε οι νεοφρανκιστές θα συμμετείχαν στην κυβέρνηση. Ως ένα βαθμό, η προοπτική συσπείρωσε τους Σοσιαλιστές του Σάντσεθ, επιτρέποντάς τους να σχηματίσουν οριακά κυβέρνηση Αριστεράς – τοπικιστών, αντίπαλο δέος στον (ακρο)δεξιό μπαμπούλα.
Η φόρμουλα δεν έπιασε στην Πορτογαλία. Οι Σοσιαλιστές έπαθαν καθίζηση μετά την παραίτηση για σκάνδαλα του «χαρισματικού» ηγέτη τους, Αντόνιο Κόστα, πέφτοντας από το 41,4%, μόλις δύο χρόνια πριν, στο 28,7%. Ομως, ω του θαύματος, απώλεια μίας μονάδας (30,7%-29,5%) είχαν και οι κεντροδεξιοί νικητές της Δημοκρατικής Συμμαχίας, καθώς το λαϊκίστικο, ξενοφοβικό και δημαγωγικό Chega πήρε όλο το χαρτί: 18,1% από 7,2% στις προηγούμενες εκλογές και 1,3% στις προ-προηγούμενες του 2019.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Εμφανώς κάτι δεν πάει καλά για να γιγαντώνονται τέτοια φαινόμενα – και μάλιστα σε μια χώρα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια παινευόταν ότι ήταν η μόνη «αμόλυντη» στην Ευρώπη από το ακροδεξιό «μικρόβιο».
Μακριά από ξόρκια και αφορισμούς, ο ηγέτης των Σοσιαλιστών, Πέντρο Νούνο Σάντος, διάβασε ψύχραιμα το αποτέλεσμα. Κατ’ αυτόν, οι Πορτογάλοι δεν κατέβηκαν μαζικά στις κάλπες (σ.σ.: συμμετοχή-ρεκόρ 66%) επειδή το 18% εξ αυτών είναι ρατσιστές και ξενόφοβοι, αλλά επειδή «υπάρχουν στη χώρα πολλοί αγανακτισμένοι». Οντως, πίσω από τα επικοινωνιακά success stories της Πορτογαλίας (και άλλων χωρών) κρύβονται φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και απροκάλυπτο φαγοπότι των δεξιών και αριστερών πολιτικών ελίτ. «Elementar» (στοιχειώδες), που θα έλεγε ο Πεσόα.