Στη χθεσινή δημοσκόπηση της Opinion Poll το πιο ενδιαφέρον στοιχείο δεν είναι ούτε ότι η Ν.Δ. -μέσα σε αυτές τις καταιγιστικές συνθήκες- προηγείται με 8,9% του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε ότι ο Κ. Μητσοτάκης είναι εντυπωσιακά μπροστά από τον Α. Τσίπρα στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός (33,6%-15,6%). Το σημαντικότερο είναι ότι στην ερώτηση αν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, το 73,3% απαντά όχι και μάλλον όχι. Συντριπτικό ποσοστό. Το οποίο γίνεται ακόμα πιο συντριπτικό αν συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι το 36,6% (!) των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ακριβώς το ίδιο. Οτι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα θα ήταν χειρότερα.
ΑΥΤΑ τα ευρήματα προκύπτουν από μια δημοσκόπηση η οποία διαπιστώνει φθορά της κυβέρνησης, κυρίως λόγω της ακρίβειας. Στη δημοσκόπηση της Opinion Poll του Μαρτίου, η Ν.Δ. χάνει 1,1% σε σχέση με τη δημοσκόπηση της ίδιας εταιρίας τον Φεβρουάριο. Το συμπέρασμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: Το τραύμα της αξιοπιστίας που φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επουλώνεται. Τα ψεύδη και οι ανακολουθίες που τον σημάδεψαν από το 2015, αλλά και τα δυόμισι χρόνια στην αντιπολίτευση καθιστούν ανίατη την πολιτική νόσο της πλήρους αναξιοπιστίας. Πέρασαν δυόμιση χρόνια στην αντιπολίτευση, με την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει τη μια παγκόσμια κρίση μετά την άλλη (πανδημία, ύφεση, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, ακρίβεια), αλλά πήγαν εντελώς τζάμπα και στο βρόντο. Ενώ μια γενναία αυτοκριτική για το κυβερνητικό του παρελθόν και μια πιο σοβαρή συμπεριφορά θα μπορούσαν να τον συνεφέρουν κάπως. Τουλάχιστον να μη βρίσκεται στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκεται, διαπιστώνοντας ότι η ελληνική κοινωνία όχι μόνο δεν ξέχασε, αλλά συνεχίζει να συγκρίνει διαρκώς και δεν είναι διατεθειμένη, όπως αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις, να του δώσει ούτε καν δεύτερη ευκαιρία. Η δεύτερη ευκαιρία του ήταν τον Σεπτέμβριο του 2015, μετά τα Μνημόνια που δεν σκίστηκαν, αλλά έγιναν τρία, την ανεπανάληπτη κυβίστηση του δημοψηφίσματος, το κόψιμο του ΕΚΑΣ στους συνταξιούχους, τη δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια και τη φορολογική εξόντωση της μεσαίας τάξης.
ΚΙ όπως αποδεικνύεται, δυόμισι χρόνια μετά τη μεγάλη ήττα του 2019, ο χρόνος δεν είναι για όλους πανδαμάτωρ. Η λησμονιά δεν είναι πολιτική. Και η «κλάψα» για τη «λίστα Πέτσα» και τον «αποκλεισμό από τα ΜΜΕ» δεν πείθουν κανέναν εκτός από την «ομήγυρη». Η «κλάψα» δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο πέραν του «συνοδευτικού» στις «μπιροκατανύξεις» (Ε. Τσακαλώτος) ή τις «τσιπουροκατανύξεις» (Κ. Δουζίνας), όπου τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ «συζητούν εκτενώς» τους «όποιους προβληματισμούς τους». Η ξαφνική «κυβερνητική εκδρομή» που έλαχε στον ΣΥΡΙΖΑ ως μάννα εξ ουρανού το 2015 δεν προκύπτει από πουθενά και από τίποτα ότι μπορεί να επαναληφθεί. Ο Α. Τσίπρας, αν και μόλις στα 47 του, θυμίζει αυτόματα τον «Πέτρο με το λύκο και τα πρόβατα». Κι όπως φαίνεται, το έχει καταλάβει. Γι’ αυτό και διολισθαίνει σε ολοένα και λιγότερο σοβαρές προτάσεις εξουσίας. Από την καμαρωτή «προοδευτική κυβέρνηση», έπεσε στη «νίκη με μία ψήφο» και τώρα φλερτάρει με την ανήκουστη για τέτοιες συνθήκες «κυβέρνηση μειοψηφίας».
ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΡΟΥΛΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η φρικαλεότητα της Πάτρας έχει συγκλονίσει τους πάντες. Οντως, αν επιβεβαιωθεί το κατηγορητήριο, θα πρόκειται για το «έγκλημα του αιώνα».
Και πράγματι, η ανατριχιαστική «ιστορία της Ρούλας» έχει όλα τα στοιχεία ώστε να γίνει το best seller της δεκαετίας. Ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις και τη λαιμαργία μιας αποσβολωμένης κοινωνίας, στην οποία ξαφνικά δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει δωρεάν μια μεγάλη επιτυχία του Netflix. Ομως, σαν να χάθηκε πάλι το μέτρο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ομαδικοί τάφοι αμάχων που αποκαλύφθηκαν στην Μπούκα έγιναν δευτερότριτες ειδήσεις. Εναλλασσόμενες με το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας που απειλεί να σαρώσει τη μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών.
Η δε πανδημία που έδειξε ξανά τα δόντια της, αν «παίζει», «παίζει» χαμηλά στην ειδησεογραφία. Για μία ακόμα φορά, τα ΜΜΕ αλλά και οι καταναλωτές τους δείχνουν μια δυσκολία να ξεχωρίσουν το σημαντικό από το γαργαλιστικό. Το μείζον από το ιντριγκαδόρικο. Η «Ρούλα», ο «Μάνος», η «κεταμίνη», η «σπιτονοικοκυρά», οι ιατροδικαστές, οι ψυχολόγοι και όλοι οι απόστρατοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εκτόπισαν οτιδήποτε άλλο από την επικαιρότητα καθιστώντας τη σχεδόν μονοθεματική. Η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος και ο επισιτιστικός κίνδυνος δυστυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ήρθαν για να φύγουν. Παλιά, στους καιρούς ευμάρειας και ηρεμίας, η διαφήμιση που έλεγε «με ένα Αρλεκιν ξεχνιέσαι» έκανε θραύση.
Καλώς ή κακώς, τώρα -όσο κι αν έχουν κουράσει και ο πόλεμος και η πανδημία- το «Αρλεκιν» δεν κάνει τη δουλειά που έκανε. Κι ούτε πρέπει. Γιατί η κοινωνία δεν χρειάζεται κάτι εύπεπτο για να «ξεφύγει». Χρειάζεται συνείδηση και καθαρό μυαλό για να αντιμετωπίσει συλλογικά και υπεύθυνα τη λαίλαπα που απειλεί να μας καταπιεί. Επομένως -χωρίς να αγνοείται η φρίκη της Πάτρας- γίνεται να έχουμε λιγότερη Ρούλα στην ζωή μας;
Kινεζική απόβαση στην πίσω αυλή του Τραμπ
«Καμπανάκια» και για το ΚΙΝ.ΑΛ.
Μηνύματα και για το ΚΙΝ.ΑΛ. έχουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, μεταξύ αυτών και της χθεσινής της Opinion Poll. Το ΚΙΝ.ΑΛ. από το 14,2% που είχε στην προηγούμενη μέτρηση της ίδιας εταιρίας πήγε στο 12,5%.
Δεν τίθεται σε αμφιβολία ότι μετά την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στη ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. το κόμμα του έκανε ένα εντυπωσιακό δημοσκοπικό άλμα, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας το 15%.
Τον Ιανουάριο φαίνεται ότι έφτασε στο peak του, σταθεροποιήθηκε τον Φεβρουάριο σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά από το 8% του 2019 και τον Μάρτιο άρχισε μια καθοδική τάση. Αποτέλεσμα μιας πίεσης στη νέα ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. να παίρνει καθαρές και σαφείς θέσεις. Και ειδικά στα μεγάλα θέματα, όπως είναι η πολιτική σταθερότητα και η κυβερνησιμότητα της χώρας.
Αυτή η πίεση θα μεγαλώνει όσο πλησιάζουν οι εκλογές και όσο το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν δίνει κρυστάλλινες απαντήσεις σε μείζονες αγωνίες. Το 12,5%, πάντως, συνέπεσε με το άμεσο «όχι» του Ν. Ανδρουλάκη στο άνοιγμα του Κ. Μητσοτάκη, ότι «ο λαός θα αποφασίσει αν θέλει να κυβερνηθεί από ένα ή δύο κόμματα».
Συνεδριακή ανυδρία στον ΣΥΡΙΖΑ
Οι πληροφορίες κυκλοφόρησαν από την Κυριακή το βράδυ: Η συμμετοχή των μελών του ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή των συνέδρων ήταν εντυπωσιακά χαμηλή (πέριξ του 50% έλεγαν), αιφνιδιάζοντας δυσάρεστα και την Κουμουνδούρου.
Από τα περίπου 60.000-65.000 μέλη που εγγράφηκαν μετά την πολυδάπανη καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ για την εγγραφή νέων μελών και τις περιοδείες του Α. Τσίπρα ανά την Ελλάδα, στις εκλογές πήραν μέρος μόνο οι μισοί… Ο αιφνιδιασμός έφερε αμηχανία, η οποία αποτυπώθηκε σε μια «λιτή» ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ 24 ώρες μετά τα δημοσιεύματα: «Με πλήρη επιτυχία ολοκληρώθηκε η τριήμερη διαδικασία εκλογής συνέδρων. (…) Από την Παρασκευή το βράδυ και μέχρι το βράδυ της Κυριακής δεκάδες χιλιάδες μέλη, τριπλάσιος αριθμός από το αντίστοιχο Συνέδριο του 2016, προσήλθαν (…)». Χωρίς απόλυτους αριθμούς, όπως, π.χ., πόσοι είχαν πάρει μέρος στο Συνέδριο του 2016, ώστε να γίνει σαφές το μέγεθος «τριπλάσιος αριθμός». Και σε κάθε περίπτωση τα 30.000 ή 35.000 μέλη είναι «δεκάδες χιλιάδες». Οπως και τα 60.000-65.000 είναι λίγα…