Σύμφωνα με τον Ρικάρντο Λομπάτο, κορυφαίο αναλυτή του βραζιλιάνικου think tank «Εquilibrium», οι κύκλοι της ανωμαλίας στη Βραζιλία θα προχωρήσουν στο Plan C από τη στιγμή που τα Plan A και Plan B απέτυχαν οικτρά. Tο πρώτο αποσκοπούσε στην υποκίνηση του στρατού σε πραξικόπημα ανατροπής του εκλεγμένου προέδρου Λούλα και επανεγκατάστασης του Μπολσονάρου στην εξουσία. Το δεύτερο το είδαμε να υλοποιείται στην Μπραζίλια, με την εισβολή του όχλου στις έδρες των συνταγματικών θεσμών. Το Plan C, αν υλοποιηθεί, θα είναι και το πιο σοβαρό, καθώς θα περιλαμβάνει σαμποτάζ και άλλες τρομοκρατικές ενέργειες σε βασικές υποδομές της χώρας, όπως διυλιστήρια και ενεργειακές εγκαταστάσεις. Κατά τον Λομπάτο, ο κίνδυνος είναι παραπάνω από υπαρκτός. Μπορεί οι χιλιάδες φανατικοί να μην καταλαβαίνουν τι κάνουν, αλλά οι πολιτικοί, στρατιωτικοί και οικονομικοί υποστηρικτές τους -κάπου 100 εταιρίες βρίσκονται στο στόχαστρο της βραζιλιάνικης Δικαιοσύνης- γνωρίζουν πολύ καλά ότι απεργάζονται το στραγγαλισμό της Δημοκρατίας.
Στα χρόνια του Μπολσονάρου η δημόσια ζωή στρατιωτικοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθώς περίπου 6.000 εν ενεργεία ή απόστρατοι αξιωματικοί κατέλαβαν από υπουργικά πόστα έως καίριες θέσεις στη Δημόσια Διοίκηση.
«Η Βραζιλία βιώνει σήμερα το μεγαλύτερο κύμα στρατιωτικοποίησης από το τέλος της δικτατορίας», τόνισε ο Ζαν Εμπράρ, διευθυντής του γαλλικού Κέντρου Ερευνών πάνω στην Αποικιακή και τη Σύγχρονη Βραζιλία. Αναφερόταν, βέβαια, στην περίοδο των στρατιωτικών καθεστώτων 1964-85, η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σημερινούς νοσταλγούς της ανωμαλίας και του αυταρχισμού. Δυστυχώς, αυτοί οι θύλακες παραμένουν πολλοί και ισχυροί στο στράτευμα και θα είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατον, για τον Λούλα να τους εκκαθαρίσει.
Αναλύοντας βαθύτερα το φαινόμενο του μπολσοναρισμού, ο Εμπράρ θεωρεί ότι εδράζεται στα ανώτερα μεσαία στρώματα της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Σε εύπορους δηλαδή νοικοκυραίους που δεν είδαν με καλό μάτι την αναβάθμιση των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων επί πρώτης προεδρίας Λούλα (2003-2010), θεωρώντας ότι αυτή έγινε εις βάρος τους και όχι δαπάναις των πλούσιων ελίτ. Εν πολλοίς ισχύει.