Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Το πρόβλημα όμως της γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας στην Ευρώπη είναι πολύ σοβαρότερο από ό,τι νομίζουμε -πάει πακέτο με την οικονομική κρίση και τις γεωπολιτικές προεκτάσεις. Η γερμανόφωνη πλειονότητα της Ελβετίας, για παράδειγμα, συμπεριφέρεται τελευταία όλο και πιο αυταρχικά στους αριθμητικά λιγότερους γαλλόφωνους. Οσο για τους ιταλόφωνους, δεν τους υπολογίζει καθόλου.
Είναι σημείο των καιρών ότι πολλαπλασιάζονται τα γερμανόφωνα καντόνια που απαγορεύουν την εκμάθηση των γαλλικών ως δεύτερη γλώσσα στα δημοτικά σχολεία, επιβάλλοντας στη θέση τους τα αγγλικά. Ταυτόχρονα, όμως, αξιώνουν από τα γαλλόφωνα και τα ιταλόφωνα καντόνια να διδάσκουν τα γερμανικά από το δημοτικό, με το σκεπτικό ότι η γλώσσα του Γκαίτε μιλιέται από το 60% των Ελβετών. Κάποιοι κακόπιστοι θα το έλεγαν «τευτονικό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό».
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Στη Γαλλία, δεν είναι τυχαίο ότι τέσσερις μέρες πριν από το δεύτερο γύρο η υπηρεσιακή σοσιαλιστική κυβέρνηση αποκήρυξε τη λεγόμενη «ρήτρα Μολιέρου», μια εργασιακή διάταξη που εφαρμόζουν 6 από τις 13 περιφέρειες της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένου του μητροπολιτικού Παρισιού.
Τι προβλέπει η ρήτρα με το όνομα του Γάλλου δραματουργού; Οτι οι αλλοδαποί εργάτες σε κατασκευές κτιρίων και άλλα έργα του Δημοσίου πρέπει υποχρεωτικά να γνωρίζουν γαλλικά, αλλιώς δεν προσλαμβάνονται! Η δικαιολόγηση της εργασιακής διάκρισης βασίστηκε στην εθνική ασφάλεια και την πιθανή διείσδυση τρομοκρατών σε μαλακούς στόχους. Ωστόσο, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Καζνέβ τη χαρακτήρισε «βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς ξενοφοβίας» και την κήρυξε παράνομη.
Η «ρήτρα Μολιέρου» ίσχυε βέβαια μόνο για το Δημόσιο. Ο γαλλικός ιδιωτικός τομέας δικαιούται να προσλαμβάνει ελεύθερα ξένους -ιδίως εξειδικευμένους Ανατολικοευρωπαίους, όπως ο Πολωνός υδραυλικός.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου