Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Πλην εξαιρέσεων, τα περισσότερα αιτήματα για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα της στιγμής, είτε για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη είτε για λόγους εντυπωσιασμού ή για επίδειξη δύναμης. Ομως, οτιδήποτε ξεκινά τόσο άσχημα είναι δεδομένο πως θα καταλήξει χειρότερα. Χθες ο πρωθυπουργός ζήτησε τη σύσταση μιας ακόμα Εξεταστικής Επιτροπής, αυτή τη φορά για τα σκάνδαλα στην Υγεία. Φυσικά δεν βάζει μέσα στο αίτημά του τα δύο χρόνια στα οποία κυβερνά ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι στόχος του είναι να «αποδείξει» για ακόμα μια φορά το ηθικό πλεονέκτημα που έχουν εκείνοι έναντι του παλαιού και (δια)φθαρμένου συστήματος. Κάπως έτσι, λίγα 24ωρα νωρίτερα οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θυμήθηκαν να ζητήσουν Εξεταστική Επιτροπή για τις προμήθειες στα εξοπλιστικά επί υπουργίας Γιάννου Παπαντωνίου.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Το πώς λειτουργούν οι Εξεταστικές Επιτροπές το είδαμε πρόσφατα κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη χρηματοδότηση κομμάτων και ΜΜΕ. Μέχρι και «διαρροή» πορίσματος είχαμε, για το οποίο εκ των υστέρων έψαχναν ποιο ήταν το «αόρατο χέρι» που έβαζε και έβγαζε παραγράφους. Οπως εύστοχα έχει διατυπωθεί από τον πρώην Πρόεδρο της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη, οι βουλευτές που συμμετέχουν στις Επιτροπές δεν λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του έθνους αλλά ως μέλη των κομμάτων τους. Εξ ου και, για να βγει το τελικό πόρισμα, πρέπει να έχουν προηγηθεί τα πορίσματα των κομμάτων ξεχωριστά, τα οποία, όπως καταλαβαίνει κανείς, έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο πρώην Πρόεδρος μάλιστα έχει προτείνει τα μέλη κάθε Επιτροπής να ορίζονται με κλήρο από την Ολομέλεια κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων και όχι από τους αρχηγούς τους. Παραμένει πρόταση.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου