Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Ομως, δεν υπάρχουν ούτε μαγικές λύσεις ούτε χάσαμε θαυματοποιούς διαπραγματευτές γιατί τις τελευταίες ημέρες κάποιοι θέλουν να στήσουν ξανά σκηνικό 2015 με «νενέκους» και «μενουμευρωπαίους» από τη μία πλευρά και «αντιστασιακούς» που έχουν «συμφωνίες με την Ευρώπη» στο τσεπάκι τους, μόνο που αντί για το χρέος τώρα έχουμε τα εμβόλια.
Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν τι συμβαίνει με τους εμβολιασμούς.
Πρώτον, η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής συμφωνίας με ισομερή κατανομή των δόσεων ανάλογα με τον πληθυσμό. Ευτυχώς, επικράτησε αυτή η γραμμή εντός της Ε.Ε. γιατί τον Ιούλιο τέσσερις χώρες, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ολλανδία, ήθελαν εθνικές διαπραγματεύσεις με τις παραγωγούς εταιρίες, κάτι που απέτρεψε η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εάν είχε επικρατήσει η γραμμή των τεσσάρων, είναι βέβαιο ότι μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα θα στριμώχνονταν στην ουρά αναμονής για τα εμβόλια, όπως συμβαίνει τώρα με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εκτός Ενωσης.
Δεύτερον, είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση συνήψε με καθυστέρηση συμφωνίες με τις μεγάλες φαρμοκοβιομηχανίες ή προσπάθησε να κρατήσει οικονομικές ισορροπίες μεταξύ των ομίλων με αποτέλεσμα να δέχεται κριτική για τη συνολική της δράση. Αλλο αυτό και άλλο ότι θα ήμασταν καλύτερα εάν δεν υπήρχε η κοινή ευρωπαϊκή συμφωνία. Ας δούμε για παράδειγμα τι συμβαίνει στη Σερβία που αγωνίζεται να εξασφαλίσει εμβόλια, όταν η Κροατία έχει ήδη προπαραγγείλει δόσεις για το σύνολο του πληθυσμού της. Κριτική μπορεί να γίνει και μάλιστα αυστηρή για τον τρόπο, τις επιλογές εταιριών και κυρίως τις ταχύτητες που έδρασε η Ε.Ε., αλλά η κοινή δράση είναι σίγουρα καλύτερη από την απευθείας διαπραγμάτευση κρατών με ομίλους.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Τρίτον, η προσπάθεια εθνικοποίησης στην προμήθεια των εμβολίων είναι επικίνδυνη γιατί και πάλι θα πέσουν στην αγορά οι πολυπληθείς χώρες σαρώνοντας τα αποθέματα και, δεύτερον, το κόστος θα είναι διπλάσιο ή και τριπλάσιο σε σχέση με την ευρωπαϊκή συμφωνία. Η Γερμανία επιχειρεί να ανοίξει το χορό των διμερών συμφωνιών, καθώς η Μέρκελ δέχεται πυρά από την κοινή γνώμη καθώς τα εργοστάσια που παράγουν τα εμβόλια της Pfizer βρίσκονται εντός των εδαφών της χώρας, αλλά η διάθεση των δόσεων γίνεται κεντρικά από τις Βρυξέλλες. Αντίστοιχες τάσεις έχουν οι εθνικιστές Ορμπαν της Ουγγαρίας και Κατσίνσκι της Πολωνίας χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, ενώ η Κύπρος, που είναι ιδιαίτερη περίπτωση λόγω του μικρού πληθυσμού της, ζήτησε από το Ισραήλ ορισμένες εκατοντάδες χιλιάδες δόσεων για να καλύψει τις ανάγκες της.
Τέταρτον, τα εμβόλια από την Κίνα ή τη Ρωσία δεν έχουν αδειοδοτηθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, καθώς οι παρασκευάστριες εταιρίες δεν έχουν καταθέσει σχετικούς φακέλους. Μπορεί αυτό να γίνει στο μέλλον, όμως ποια χώρα θα δεχθεί εμβόλια τρίτων χωρών χωρίς να υπάρχει έγκριση από τις ευρωπαϊκές ή έστω εθνικές αρχές;
Συμπερασματικά, πρέπει να κινηθούμε εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά και η Ευρώπη από την πλευρά της οφείλει να εξετάσει όλες τις λύσεις και να επισπεύσει τις διαδικασίες έγκρισης και διάθεσης εμβολίων. Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει 24 εκατομμύρια δόσεις, αριθμός ικανός για να υπερκαλυφθούν οι ανάγκες για το σύνολο του πληθυσμού. Η κυβέρνηση οφείλει να τρέξει το πρόγραμμα εμβολιασμού χωρίς ωράρια και γραφειοκρατίες ώστε να πετύχουμε γρήγορα την αποκαλούμενη ανοσία της κοινότητας. Οσο για τους διαπραγματευτές του 2015, αρκεί που έσκισαν τότε τη λιτότητα, δεν θα χρειαστεί να επαναλάβουν τις επιτυχίες τους με τα εμβόλια.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
Από την έντυπη έκδοση