Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Πάντα μπαίνω για ένα κερί στη βυζαντινή εκκλησία που είναι αφιερωμένη στα Εισόδια της Θεοτόκου. Δε ξέρω και πόσοι γνωρίζουν ότι ονομάζεται «Ιερός Πανεπιστημιακός Ναός» γιατί ανήκει στο Καποδιστριακό.
Με θέλγει η ιδέα ότι στους τοίχους της βρίσκονται εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, κίονες, ρωμαϊκά κιονόκρανα, γλυπτά και επιγραφές. Ενα ιστορικό παλίμψηστο όταν ο πρώτος ναός είχε κτιστεί στη θέση παλαιότερης εκκλησίας, την οποία είχε αναγείρει η Αιλία Ευδοκία, η Αθηναία σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μικρού, σε σχέση με τον παππού του που ήταν Μέγας.
Συνήθως κτίζονταν οι χριστιανικοί ναοί στη θεμελίωση των αρχαίων. Στην περίπτωση της Καπνικαρέας, ο κτήτωρ -εισέπραττε τον καπνικό φόρο- την ανήγειρε πάνω σε ναό της Αθηνάς ή της Δήμητρας. Με αυτές τις σκέψεις στάθηκα παράμερα και παρατηρούσα την υγρασία που έχει εμφανιστεί στην εικονογράφηση των τόξων και χρειάζεται σχετική συντήρηση, όταν πίσω μου άκουσα το διάλογο μιας γυναίκας με την εκκλησάρισσα.
Γύρισα και είδα ότι δεν φορούσε μάσκα και εξέφραζε τη χαρά πως ούτε η εκκλησάρισσα φορούσε και δήλωνε ότι είναι πολλοί αυτοί που δεν φορούν μάσκα γιατί ο ιός δεν υπάρχει, το κάνουν για να τρομοκρατούν τον κόσμο και να τον ελέγχουν και αυτή δεν ξέρει κανέναν να πέθανε από τον ιό. Συμφωνούσαν ότι δεν φορούν μάσκα, αφού ακόμη κι αν υπήρχε πράγματι ο κορονοϊός δεν θα μπορούσε να περάσει από την πόρτα της Εκκλησίας. Οσοι τα λένε αυτά θέλουν να διώξουν τους ανθρώπους από την Εκκλησία και να τους κάνουν αντίθεους.
Μένει ώσπου να φύγει…
Δεν θα ήταν περισσότερο από 40 ετών, αλλά είχα την αίσθηση ότι η ψυχή της ήταν σε τρικυμία. Είδα πως τα έλεγε αυτά έχοντας καρφωμένο το βλέμμα της επάνω μου που φορούσα μάσκα. Επομένως, τι θα προσέφερε μία σχετική συζήτηση. Απόδειξη ότι στη συνέχεια ρώτησε την εκκλησάρισσα «αν γίνονται κάθε Τρίτη στην εκκλησία εξορκισμοί». Την κατέλαβε η ερώτηση εξαπίνης και αλαφιάστηκε. Ορκιζόταν ότι αυτό είναι μέγα ψέμα και είπε μερικά ονόματα καθηγητών που μπορούσαν να το βεβαιώσουν…
Ζούμε σε «πειραγμένες» εποχές. Και φαίνεται πως άνθρωποι με «λεπτή ψυχή», που έλεγε η γιαγιά μου η Ζηνοβία, επειδή δεν αντέχουν τόση πίεση, χάνουν την πραγματικότητα και περνούν στο ημίφως της.
Ευτυχώς απέξω από την Καπνικαρέα ήταν μια συμπαθητική γυναίκα που έπαιζε κρητική λύρα και με ωραία φωνή ρωτούσε την Αρετούσα αν «Ηκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα; Ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα…» και ηρέμησα.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr