Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Το αν θα ξεκινήσουν τα μαθήματα στις 7 ή στις 14 Σεπτεμβρίου έχει μικρή σημασία. Η μεγάλη εικόνα είναι ότι η διδασκαλία των μαθημάτων θα πρέπει να ξεκινήσει, γιατί υπάρχει μεγάλη αναγκαιότητα οι μαθητές να επανέλθουν στον φυσικό τους χώρο, που τόσο τους έλειψε, αλλά και γιατί το σχολείο είναι το πιο ασφαλές για τα παιδιά.
Αυτό προκύπτει τόσο από τα επιδημιολογικά δεδομένα, που πλέον δείχνουν ότι τα παιδιά και ελαφρύτερα νοσούν και μεταδίδουν λιγότερο τον ιό, όσο και από την εμπειρία του περασμένου Μαΐου – Ιουνίου, όταν δεν σημειώθηκε ούτε ένα κρούσμα σε σχολείο και ακόμα και οι μαθητές του Δημοτικού έδειξαν ότι μπορούν πολύ καλά να ακολουθούν τους κανόνες. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι σε αυτά συμφωνούν όλα τα μέλη της επιτροπής των ειδικών, απέναντι σε απόψεις και κρίσεις διαφόρων που έχουν κυκλοφορήσει το τελευταίο διάστημα, κυρίως, μέσω Διαδικτύου από γονείς, εκπαιδευτικούς ή άλλους, που, χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση, τάσσονται κατά της μάσκας ή ακόμα και κατά της επανέναρξης της διά ζώσης διδασκαλίας. Ανεξάρτητα, μάλιστα, αν πολλοί από αυτούς επιτρέπουν στα παιδιά τους να συγχρωτίζονται σε παραλίες, πλατείες και πάρκα, χωρίς κανόνες, αλλά δεν θέλουν να τα στείλουν στο σχολείο.
Τα σχολεία θα πρέπει να ανοίξουν κανονικά, όπως έγινε με την οικονομία και τον τουρισμό. Το μεγάλο διάστημα αποχής από την εκπαιδευτική δραστηριότητα έχει αποδειχθεί επιστημονικώς ότι έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στη μαθησιακή διαδικασία αλλά και στην ίδια την ψυχοπαιδαγωγική ανάπτυξη των παιδιών, ιδιαίτερα των μικρών ηλικιών. Οπως, επίσης, και η Παιδεία θα πρέπει να παρέχεται σε όλους, ώστε να επιτελεί τον ρόλο της, πέραν της εκπαιδευτικής της διάστασης, και ως μοχλός της οικονομίας και βασικός άξονας ανάπτυξης και εξόδου από τις κρίσεις.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής