
Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Το ερώτημα, επομένως, αφορά το Κίνημα Αλλαγής – και μόνο: για ποιον πολιτικό λόγο θα άφηνε η ηγεσία του τρίτου κόμματος να αιωρείται η ιδέα μίας μελλοντικής συζήτησης για συνεργασία με το δεύτερο κόμμα; Μία ιδέα που -εκτός όλων των άλλων- δεν δίνει κυβέρνηση με την απλή αναλογική, εκτός αν διαφοροποιηθούν δραματικά οι εκλογικοί συσχετισμοί.
Η Φώφη Γεννηματά δεν είναι πολιτικά αφελής – κάθε άλλο. Επομένως, η στόχευση του ΚΙΝ.ΑΛ. στην υπόθεση «ήρεμα νερά» στη σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να κάνει με τις όποιες προθέσεις του Αλέξη Τσίπρα.
Το Κίνημα Αλλαγής είχε, έχει και θα έχει ως στρατηγικό αντίπαλο τον ΣΥΡΙΖΑ. Μία ματιά να ρίξει κανείς στις διαρροές που είχε το ΠΑΣΟΚ των χρόνων του Μνημονίου προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί. Μετά την εκλογική ήττα του περασμένου Ιουλίου, ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε μάλιστα μία επιχείρηση μετοίκησης στον ΣΥΡΙΖΑ αρκετών παλιών -και στις περισσότερες περιπτώσεις, όχι αξιόλογων- στελεχών του ΠΑΣΟΚ, στο κόμμα του, κάνοντας τα πάντα ακόμα πιο δύσκολα.
Φυσικά, στο Κίνημα Αλλαγής ουδείς νοσταλγεί τα στελέχη που αποχώρησαν – άλλωστε οι περισσότεροι είχαν αποστασιοποιηθεί από τα πρώρα χρόνια του Μνημονίου, χωρίς να περιμένουν το προσκλητήριο του Αλέξη Τσίπρα. Οι πάντες όμως νοσταλγούν τους απλούς ψηφοφόρους τους, οι οποίοι εγκατέλειψαν το κόμμα τους προσδοκώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ψήφιζε ποτέ Μνημόνια…
Οι ψηφοφόροι αυτοί συνιστούν το χρυσόμαλλο δέρας για το Κίνημα Αλλαγής και το χαμήλωμα των τόνων με τον ΣΥΡΙΖΑ εκτιμάται ότι θα έκανε αρκετούς να το ξανασκεφτούν, ειδικά τώρα που η είσοδος των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, μέσω της «Προοδευτικής Συμμαχίας», αντικειμενικά «πασοκοποιεί» στα μάτια τους το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Παράλληλα, με τη φράση του Κώστα Γείτονα «δεν αντιπολιτευόμαστε την αντιπολίτευση», το ΚΙΝ.ΑΛ. δείχνει στους συγκεκριμένους ψηφοφόρους ότι δεν είναι το δεδομένο στήριγμα της Ν.Δ. – μία απαραίτητη προϋπόθεση για τον οποιονδήποτε «επαναπατρισμό».
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου