Γράφει ο Τάσος Μπάρμπας*
Το δεύτερο είναι να την αντιλαμβάνεσαι ως την πρώτη εθνική προτεραιότητα, με ενιαίο αλλά ευέλικτο σχεδιασμό και δυνατότητα στόχευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο και τη Δια Βίου Εκπαίδευση, μαζί με όλες τις συνδεδεμένες σε ολόκληρη τη διαδρομή προσφερόμενες εναλλακτικές δομές.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι ότι η εκπαίδευση δε θεωρείται από τις πολιτικές δυνάμεις σημαντική. Το αντίθετο. Θεωρητικά τουλάχιστον. Γιατί, πρακτικά, στον τρόπο σχεδιασμού και υλοποίησής της, λείπουν όλα τα χαρακτηριστικά που θα την καθιστούσαν ουσιαστική και αποτελεσματική. Oι συνεχείς μεταρρυθμίσεις και οι εμβόλιμες και αποσπασματικές παρεμβάσεις από την εκάστοτε πολιτική εξουσία, η συχνότητα αλλαγής των σχολικών εγχειριδίων, η ελλιπής επιμόρφωση και η ανύπαρκτη αξιολόγηση/επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, η ακαμψία εφαρμογής τού προγράμματος σπουδών στη βασική εκπαίδευση, οι ελλείψεις σε μόνιμο εκπαιδευτικό και εξειδικευμένο προσωπικό, οι ανεπάρκειες συχνά σε υποδομές και υλικό σε όλα τα σχολεία της χώρας, μαζί με την κοινωνική απαξίωση του εκπαιδευτικού και τη χαμηλή μισθοδοσία του, συνθέτουν μια πραγματικότητα που απέχει πολύ από μια εκπαίδευση με εθνικό και μεταρρυθμιστικό ρόλο. Αντίστοιχα, και οι πολίτες της χώρας, φαίνεται ότι και εκείνοι θεωρούν την εκπαίδευση κάτι παραπάνω από σημαντική. Αλλά κι αυτοί με μια αντίληψη που εστιάζει περισσότερο στην “πρακτική” συνεισφορά της, δηλαδή στην επαγγελματική αποκατάσταση και το κοινωνικό στάτους, παρά στην ουσιαστική και μετασχηματιστική, η οποία φυσικά δεν στερείται καθόλου την εν λόγω “πρακτικότητα”.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Αν δούμε, λοιπόν, από μια απόσταση αυτές τις δύο προσεγγίσεις, της πολιτικής εξουσίας και των πολιτών, προκύπτει αβίαστα η διαπίστωση ότι έχουν καταλήξει, λόγω αμοιβαίων αδυναμιών στην αντίληψη και τη στόχευσή τους, ν’ αλλητροφοδοτούνται και ν’ αλληλοδιαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε παρά τις διαφορετικές ίσως προθέσεις τους, να συντηρούν τελικά ένα μοναδικό στόχο και αποτέλεσμα: την παραγωγή πτυχιούχων. Οι νέοι πλέον δεν σπουδάζουν αυτό που αγαπούν, που τους ταιριάζει, που έχουν επιλέξει συνειδητά και θα τους οδηγήσει στο όραμά τους. Σπουδάζουν γενικά. Σπουδάζουν ό,τι περάσουν στις πανελλήνιες εξετάσεις ή όπου αλλού μπορούν, αρκεί να σπουδάσουν. Και μόλις ολοκληρώσουν τις σπουδές τους αναζητούν πλέον κι ένα μεταπτυχιακό. Όχι, γιατί απαραίτητα χρειάζονται την εξειδίκευση που θα τους προσφέρει. Αλλά γιατί πρέπει να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας. Και αφού υπάρχει τόσος ανταγωνισμός θα κάνουν κι ακόμα ένα μεταπτυχιακό. Και ίσως αργότερα, όσοι έχουν την υπομονή και την πειθαρχία, κι ένα διδακτορικό. Μια συνεχή συλλογή ακαδημαϊκών τίτλων που σπάνια προκύπτει από τα ενδιαφέροντά τους, που τις περισσότερες φορές δεν οδηγεί στα όνειρά τους και που σίγουρα δεν τους κάνει δημιουργικούς και ευτυχισμένους.
Το πρόβλημα της χώρας, επομένως, δεν είναι ότι δεν έχουμε ως λαός εκπαιδευθεί. Είναι ο τρόπος που η πολιτική εξουσία και οι πολίτες αντιλαμβάνονται, προσεγγίζουν και αξιοποιούν την εκπαίδευση. Ωστόσο, καθώς η τέταρτη τεχνολογική επανάσταση είναι σε πλήρη εξέλιξη, με την τεχνητή νοημοσύνη και τη βιοτεχνολογία να προετοιμάζουν ένα μέλλον εν δυνάμει ενδιαφέρον ή/και επικίνδυνο, την αγορά εργασίας να αλλάζει ραγδαία με τις αυτοματοποιήσεις και την κατάργηση πλήθους επαγγελμάτων να είναι στον ορίζοντα, είναι πλέον η τελευταία και πιο επιτακτική στρατηγικά ευκαιρία η εκπαίδευση μας να επανασχεδιαστεί κυριολεκτικά από την αρχή.
Είναι απαραίτητο, ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο και το δημοτικό, να σχεδιάσουμε μια εκπαίδευση που προετοιμάζει για το μέλλον εστιάζοντας και γιορτάζοντας κυρίως το παρόν. Που εκπαιδεύει συστηματικά στην προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα, που αναδεικνύει την αξία της κίνησης, του παιχνιδιού και της περιέργειας. Που είναι βιωματική, συνεργατική και ανακαλυπτική. Που μιλά για την κρίσιμη αξία του ύπνου, της ξεκούρασης, της διατροφής, της επίγνωσης και της συναισθηματικής νοημοσύνης. Που επιβραβεύει την αλληλεγγύη και αναδεικνύει τη συνεισφορά τής διαφορετικότητας. Που δεν τιμωρεί, δεν αποκλείει και που σταδιακά προσφέρει σε κάθε έναν από τους μαθητές της, καθώς μεγαλώνουν, την κατανόηση της ολότητας και των δυνατοτήτων τους, μαζί με διαφορετικές για τον καθένα ευκαιρίες και εργαλεία στην εκπαιδευτική πορεία τους για να ερευνούν, να ταξιδεύουν και να εργάζονται συνεχώς και δια βίου για μια καλύτερη, μέρα με τη μέρα, εκδοχή τους.
Μια τέτοια εκπαίδευση δεν θα παράγει απλά πτυχιούχους. Θα εκπαιδεύει ανθρώπους που κατανοούν τη μοναδικότητά τους: τα ταλέντα, τις κλίσεις, τις πραγματικές επιθυμίες τους. Και επομένως την ευθύνη τους για τους ίδιους και τους άλλους. Μια τέτοια εκπαίδευση είναι και εφικτή και απαραίτητη.
*Ο Τάσος Μπάρμπας είναι εκπαιδευτικός και ερευνητής