Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Καθετί που συμβαίνει -και δεν συμβαίνουν μόνον θετικά για την κυβέρνηση- δεν αντιμετωπίζεται αντιπολιτευτικά στη διάστασή του, αλλά ως ένα… τούβλο στον τοίχο της ακροδεξιάς, που –υποτίθεται- ότι διαφεντεύει τη Νέα Δημοκρατία.
Αν όμως κυριαρχεί ένα τέτοιο αντιπολιτευτικό κλίμα στο πρώτο τετράμηνο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τότε τι επιλογές έχουν απομείνει στον ΣΥΡΙΖΑ για αργότερα; Αν σήμερα μιλούν για κυριαρχία της ακροδεξιάς -και άλλα παρόμοια- τι θα πρέπει να λένε μετά από έναν χρόνο;
Το σίγουρο είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να πείσει πια τόσο εύκολα με την προσωπική γοητεία που διαθέτει – διότι ξόδεψε μεγάλο μέρος του πολιτικού του κεφαλαίου στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Σε συνδυασμό με την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, τα πράγματα δείχνουν αρκετά δύσκολα σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά ένα τέτοιο μοντέλο παρουσίασε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου – όταν διατράνωνε την ανάγκη «να μην επιστρέψει η Δεξιά στην εξουσία». Το μοντέλο αυτό κράτησε τον ΣΥΡΙΖΑ στο 31,5%, αλλά δεν στάθηκε αρκετό για να πάρει την εκλογική νίκη.
Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι μόνον ο χρόνος θα μπορούσε να είναι σύμμαχός του – όπως ήταν του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά τους πρώτους μήνες φθοράς του κόμματου του Αλέξη Τσίπρα.
Αν είναι, ωστόσο, έτσι τα πράγματα, γιατί ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει σε μία τόσο ολομέτωπη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση; Και μάλιστα σε μία στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης -κυρίως σε προσωπικό, αλλά και σε κομματικό επίπεδο- δεν έχει προς το παρόν παρουσιάσει σημάδια πρόωρης φθοράς…
Η απάντηση είναι μάλλον απλή: o καθένας κάνει αυτό που ξέρει στην πολιτική – και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό ξέρει, αυτό κάνει. Διακινδυνεύει έτσι να χάσει ακροατήρια στα δεξιά του – και να μην μπορέσει να ανακάμψει, ακόμα κι αν η φθορά της Ν.Δ. μακροπρόθεσμα γίνει μεγαλύτερη από τη συνήθη.
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου