Η μείωση του φορολογικού συντελεστή από 22% σε 9% θα περιορίσει τα βάρη για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ ορθώς προκρίνεται η διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε στηρίξει τη δημοσιονομική προσαρμογή στην υπερφορολόγηση. Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει να καλύψει τα υπερπλεονάσματα με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τόνωση της ανάπτυξης μέσα από τις επενδύσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, η κάλυψη του 30% του εισοδήματος με ηλεκτρονικές αποδείξεις θα γίνεται με βάση το πραγματικό και όχι το τεκμαρτό εισόδημα, που μπορεί να είναι υψηλότερο και πολύ πιο άδικο. Επομένως και με την αλλαγή αυτή επιφέρεται μια βελτίωση, ώστε να μην παγιδευτούν οι φορολογούμενοι σε εισοδήματα που δεν έχουν.
Επίσης η μείωση του φορολογικού συντελεστή για όλες τις επιχειρήσεις θα συμβάλει στην ανάληψη επενδυτικών δραστηριοτήτων, όχι μόνο για τους μεγάλους ομίλους, αλλά και για τους μικρομεσαίους που θέλουν να αυξήσουν τον τζίρο τους.
Οι νέες ρυθμίσεις που φέρνει προς ψήφιση το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δίνουν ανάσα όχι μόνο στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αλλά και συνολικά στην οικονομία. Αν μάλιστα μέχρι τον Μάιο υπάρξει και περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ θα είναι πλέον καθαρός ένας οδικός χάρτης για την οριστική έξοδο από την κρίση με το βλέμμα στις επενδύσεις και όχι στη φορολογική αφαίμαξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θυσίασε την ανάπτυξη για τα θηριώδη πλεονάσματα, τώρα είναι καιρός να προσγειωθούν τα πλεονάσματα υπέρ της ανάπτυξης.
Από την έντυπη έκδοση