Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Ο λαός μίλησε μόλις τον περασμένο Ιούλιο και ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας στον κ. Μητσοτάκη για τα επόμενα 4 χρόνια.
Λεπτομέρεια δεύτερη: ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι σε αυτές τις 100 ημέρες έχουν αρχίσει να διαψεύδονται οι μεγάλες προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει οι πολιτικοί του αντίπαλοι, μόνο που όλες οι έρευνες κοινής γνώμης καταδεικνύουν το αντίθετο.
Οι πολίτες επικροτούν τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς, πλην του μεταναστευτικού όπου εκφράζουν επιφυλάξεις για το επίπεδο ετοιμότητάς της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Στην οικονομία το 63% των ερωτηθέντων στην έρευνα της Opinion Poll χαρακτηρίζει θετικές τις κινήσεις της κυβέρνησης. Αξιοσημείωτο ότι σχεδόν ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (44%) έχει θετική γνώμη, όπως και το 74% του Κινήματος Αλλαγής.
Ακόμη πιο ευρεία ήταν η αποδοχή της πρωτοβουλίας για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού. Την ώρα που η Κουμουνδούρου οχυρώνεται πίσω από την προδήλως αντισυνταγματική της πρόταση η ψήφος των αποδήμων να μην έχει την ίδια αξία με εκείνη των υπόλοιπων ψηφοφόρων, το 76% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ των κυβερνητικών ενεργειών. Το 62% των πολιτών συμφωνεί με τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ενώ μόνο στο ζήτημα του μεταναστευτικού ο βαθμός ικανοποίησης της κοινής γνώμης για τις κυβερνητικές ενέργειες πέφτει στο 23%.
Η πορεία προς τον λαό για να είναι επιτυχημένη δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τις δυνάμεις της κοινωνίας που θέλουν μία νέα πολιτική από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφανίζεται κυρίαρχη σε ό,τι αφορά τις βασικές επιλογές και δεν αφήνει περιθώρια στην αξιωματική αντιπολίτευση να διεκδικήσει μέρος από τον ζωτικό χώρο του «πολιτικού κέντρου».
Η κραυγαλέα αντίφαση των επιλογών του κ. Τσίπρα μοιραία οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε σπασμωδικές κινήσεις, όπως συνέβη με τη χθεσινή ανακοίνωση με την οποία θέλει να ταυτίσει τη Νέα Δημοκρατία με τον ΣΕΒ στο ζήτημα της μείωσης του αφορολογήτου ορίου. Η Κουμουνδούρου έχει κάθε δικαίωμα να έχει αντίθετη άποψη από αυτή των βιομηχάνων, που θέλουν χαμηλότερο αφορολόγητο, αλλά δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι «ο ερχομός του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ανοίξει για τα καλά την όρεξη της οικονομικής ελίτ» όταν το υπουργείο Οικονομικών έχει ανακοινώσει την αύξηση του αφορολογήτου ορίου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί και τη μείωση του αρχικού φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 9%.
Εάν η όρεξη των ολιγαρχών άνοιξε επειδή κέρδισε ο Μητσοτάκης που αυξάνει το αφορολόγητο, τότε τι θα πρέπει να πουν οι εκπρόσωποι των ελίτ όταν επί Τσίπρα το αφορολόγητο όριο μειώθηκε σημαντικά σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων.
Ολα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει πολλή δουλειά για να αρθρώσει αξιόπιστο αντιπολιτευτικό λόγο. Οι πολίτες δεν πείθονται με επιστροφή στις πρακτικές της δεκαετίας του ’80 γιατί είναι ακόμη πρόσφατες οι εμπειρίες από τη διακυβέρνηση της πρώτης φοράς αριστερά.
«Να έχουν σχέση με την πραγματικότητα»
Ακούγαμε και δεν πιστεύαμε χθες στους Αταίριαστους του «Σκάι» τον διευθυντή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θανάση Θεοχαρόπουλο να προσπαθεί να δικαιολογήσει την άρνηση του κόμματός του στο ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού με το επιχείρημα ότι οι πολίτες «πρέπει να έχουν σχέση με την πραγματικότητα».
Ο πλούσιος Ελληνας του εξωτερικού που μπορεί να πληρώνει τα έξοδα του εκλογικού ταξιδιού θα μπορεί να ψηφίζει αλλά ο φτωχός όχι. Οσο για την «αριστοκρατικού τύπου» προϋπόθεση ότι ο ψηφοφόρος «πρέπει να έχει σχέση με την πραγματικότητα» μάλλον η σύγκριση πρέπει να γίνει και με όσα υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για να κερδίσει την εξουσία. Οταν ο κ. Τσίπρας έλεγε ότι «θα βαράει τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν» ή ότι η Μέρκελ θα παρακαλάει για να μας δανείσει, μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία όσων «έχουν σχέση με την πραγματικότητα», σύμφωνα με το θεώρημα του ΣΥΡΙΖΑ για την ψήφο των αποδήμων.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου