Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Στα χρόνια του Τσίπρα οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί επιβαρύνθηκαν απίστευτα από τους τυχοδιωκτισμούς της «πρώτης φορά Αριστερά» και η μεσαία τάξη εξοντώθηκε φορολογικά.
Ας δούμε, ωστόσο, τι πραγματικά συμβαίνει με τα δημοσιονομικά της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί τώρα την κυβέρνηση Μητσοτάκη γιατί δεν ακολούθησε τη γραμμή του Τσίπρα να μειώσει από 3,5% σε 2,5% το στόχο του πλεονάσματος, αλλά έχει υιοθετήσει μία άλλη διαπραγματευτική γραμμή, σύμφωνα με την οποία προηγούνται οι μεταρρυθμίσεις και μετά το αίτημα προς τους θεσμούς για αποκλιμάκωση των δεσμεύσεων.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε ο Τσίπρας πίστευε αυτά που έλεγε δημοσίως. Στις 7 Μαΐου, όταν έβλεπε ότι ερχόταν η χιονοστιβάδα του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, ο Τσίπρας μαζί με τον Τσακαλώτο ανακοίνωσαν στο Ζάππειο ότι θα μειώσουν τεχνητά το στόχο του πλεονάσματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα.
«Σήμερα έδωσα εντολή και άνοιξε ένας ειδικός λογαριασμός όπου θα καταθέσουμε τις επόμενες μέρες 5,55 δισ. ευρώ, χρήματα που αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ και κατατίθενται ως επιπλέον εγγύηση έναντι των δανειστών για τα επόμενα 3 χρόνια, 2020-2022. Εγγύηση ότι σε κάθε περίπτωση θα πάρουν τα χρήματα που αναλογούν στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουμε συμφωνήσει ως το 2022, δηλαδή το 3,5%».
Αυτά έλεγε στις 7 Μαΐου, αλλά ούτε λογαριασμό άνοιξε ούτε 5,5 δισεκατομμύρια από τον κουμπαρά κατέθεσε ο τότε πρωθυπουργός. Και δεν άνοιξε λογαριασμό ο Τσίπρας γιατί οι δανειστές έχουν στα χέρια τους τις υπογραφές του, με τις οποίες δέσμευε τη χώρα για πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022. Πολύ απλά το έπαιζε «τζάμπα μάγκας» μήπως κερδίσει καμιά ψήφο. Από τις 7 Μαΐου μέχρι τις 7 Ιουλίου που έφυγε από το Μαξίμου είχε δύο μήνες στη διάθεσή του για να χρηματοδοτήσει τα χαμηλότερα πλεονάσματα από τον κουμπαρά, αλλά δεν έπραξε κάτι.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Ας περάσουμε τώρα και στα προφανή. Αφού ο Τσίπρας ήταν υπέρ των χαμηλών πλεονασμάτων γιατί παρουσίαζε υπερπλεονάσματα πάνω από τις υποχρεώσεις της χώρας; Και αφού υπήρχαν αυτά τα υπερπλεονάσματα γιατί δεν τα χρησιμοποίησε για τη μείωση των φόρων και την ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, για την τύχη της οποίας τώρα ρίχνει κροκοδείλια δάκρυα;
Για παράδειγμα, το 2016 η χώρα έπρεπε να έχει πλεόνασμα 1,75%. Η κυβέρνηση Τσίπρα εμφάνισε σε συνθήκες ύφεσης πλεόνασμα 4,6% του ΑΕΠ, υψηλότερο και από αυτό που είχε δεχθεί ο Σαμαράς αλλά με ανάπτυξη 3,5%. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε, δηλαδή, πλεόνασμα σχεδόν τρεις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερο από το στόχο ή για να το κάνουμε σαφές περίπου 5,5 δισεκατομμύρια αχρείαστης λιτότητας. Τα λεφτά αυτά δεν τα επέστρεψε στους φορολογούμενους ενώ το παράδοξο είναι ότι ούτε το χρέος μειώθηκε στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνολικά, την περίοδο 2016-2018 σχεδόν 8 δισεκατομμύρια ευρώ ήταν τα υπερπλεονάσματα που σήκωσε η «πρώτη φορά Αριστερά» από την πραγματική οικονομία, στραγγίζοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αλλά τώρα εγκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Μητσοτάκη γιατί δεν χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό όπλο το μπακαλοτέφτερο που είχε εμφανίσει ο Τσίπρας στο Ζάππειο με έναν τραπεζικό λογαριασμό που δεν ανοίχθηκε ποτέ.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 παρακαλούσε τον Ολάντ να φέρει
τη Μέρκελ πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να υπογράψει τα πάντα. Πολύ απλά τότε ο Τσίπρας υπέγραψε το βουνό λιτότητας που φορτώθηκαν οι φορολογούμενοι.
Η οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν για κλάματα. Υποβάθμιζε διαρκώς τους στόχους της ανάπτυξης και αναβάθμιζε τον πήχυ του πλεονάσματος. Ο Μητσοτάκης κάνει το ακριβώς αντίθετο. Δίνει βάρος στην ανάπτυξη για να πετύχει τα πλεονάσματα που υπέγραψε ο Τσίπρας, μέχρι να τα μειώσει και αυτά…
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου