Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Ο Αλέξης Τσίπρας, από την πλευρά του, θεωρούσε τα πλεονάσματα κάτι σαν «ιερό δισκοπότηρο». Δεν εξηγείται διαφορετικά η επιλογή της κυβέρνησής του να στραγγίζει την πραγματική οικονομία για να εμφανίζει πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ ακόμη και όταν είχε δεσμευθεί για μόλις 1,5%. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το τρίτο Μνημόνιο και τα μέτρα για το χρέος υποχρεώνει τη χώρα να εμφανίζει πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2020 και πάνω από 2,2% μέχρι το 2060.
Λίγα 24ωρα πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου, και ενώ οι δημοσκόποι άρχιζαν να παρατηρούν διεύρυνση του προβαδίσματος της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Τσίπρας μαζί με τον Τσακαλώτο παρουσίασαν ένα σχέδιο «τεχνητής μείωσης» των πλεονασμάτων, με ένα σκεπτικό που παρέπεμπε στη λογική «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο». Συγκεκριμένα, έλεγαν ότι θα κατεβάσουν μονομερώς το στόχο του πλεονάσματος για το 2020 από το 3,5% στο 2,5% και το υπόλοιπο 1% του ΑΕΠ θα το πλήρωναν στους δανειστές από τον κουμπαρά των 34 δισεκατομμυρίων που είχαν ήδη προδανειστεί. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα συνέβαιναν τα εξής: οι θεσμοί θα ζητούσαν έκτακτα μέτρα για να καλυφθεί ο στόχος του 3,5% ανεξάρτητα από το εάν θα έπαιρναν τη διαφορά από τον κουμπαρά, γιατί άλλο οι δημοσιονομικοί περιορισμοί και άλλο η χρηματοδότηση του χρέους. Επιπλέον, το «σπάσιμο» του κουμπαρά θα άνοιγε τις ορέξεις των αρπακτικών των αγορών, που θα έβλεπαν ότι η Ελλάδα αποτυγχάνει να καλύψει τους στόχους της και «τρώει από τα δανεικά». Οπως αντιλαμβάνεστε, κάτι τέτοιο θα ανέβαζε στα ύψη τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και η οικονομία θα έμπαινε σε νέες περιπέτειες.
Το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο δεν έτυχε καν απάντησης από τους θεσμούς, ενώ μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στην Ιστορία. Ο Μητσοτάκης ακολούθησε μια άλλη τακτική. Στις επαφές του με τη Μέρκελ και τον Μακρόν προέταξε το ζήτημα της προσέλκυσης επενδύσεων και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και τόνισε ότι το αίτημα για μείωση των πλεονασμάτων θα τεθεί εντός του 2020. Στόχος του να πετύχει την αποκλιμάκωση των στόχων και όχι να κερδίσει πρόσκαιρες εντυπώσεις με περιττούς βερμπαλισμούς. Ηδη με τη μείωση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων (στο 1,55% διαμορφώθηκε χθες η τιμή για το δεκαετές) μπορεί να εξοικονομηθούν ποσά άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ για τον προϋπολογισμό του 2020. Επιπλέον, στις συζητήσεις που γίνονται σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών έχει τεθεί το ελληνικό αίτημα να συνυπολογίζονται στα δημόσια έσοδα τα κέρδη που έχουν αποκομίσει οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από τα ομόλογα, κάτι που θα μειώσει το στόχο του πλεονάσματος από το 3,5% στο 2,8%. Χθες η Κριστίν Λαγκάρντ, που τον Νοέμβριο θα διαδεχθεί τον Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστήριξε ότι τα πλεονάσματα θα πρέπει να διαμορφωθούν μεταξύ 1,5% και 2%.
Συμπερασματικά, όλοι κινούνται γύρω από την ατζέντα Μητσοτάκη χωρίς να «ανοίξει μύτη», ενώ η Ελλάδα απέκτησε ισχυρές συμμαχίες για να επαναδιαπραγματευθεί τα πλεονάσματα, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις τόσο της Λαγκάρντ όσο και του Γάλλου προέδρου Μακρόν. Το στοίχημα για λιγότερη λιτότητα θα κερδηθεί όσο η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και στην εφαρμογή μέτρων αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως είναι η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα θυσίασε την ανάπτυξη για τα πλεονάσματα, ενώ ο Μητσοτάκης επιχειρεί το ακριβώς αντίστροφο: να αυξήσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς και να πετύχει νέα συμφωνία για μικρότερα πλεονάσματα…
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου